ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ1η σκηνή: «Το καλωσόρισμα»Χορωδία: «Στου Θωμά» 2η σκηνή: «Έρως»Χορωδία: «Απόψε στις ακρογιαλιές» 3η σκηνή: «Πολιτικαί εξελίξεις α΄»Χορωδία: «Εβίβα, Ρεμπέτες» 4η σκηνή: «Μετάβασις εις την αλλοδαπήν»Χορωδία: «Οι γλάροι» 5η σκηνή: «Το χουνέρι»Χορωδία: «Άλα!» 6η σκηνή: «Ανησυχίες μητρός»Χορωδία: «Φεύγω με πίκρα στα ξένα» 7η σκηνή: «Πολιτικαί εξελίξεις β΄»Χορωδία: «Μοδιστρούλα» |
8η σκηνή: «Μητρικαί παροτρύνσεις»Χορωδία: «Το γεροντάκι» 9η σκηνή: «Η αποκάλυψη»Χορωδία: «Ο κόκορας» 10η σκηνή: «Πολιτικαί εξελίξεις Γ΄»Χορωδία: «Ήσουνα ξυπόλητη» 11η σκηνή: «Η αχαριστία»Χορωδία: «Σ’ έχω κάνει πέρα» 12η σκηνή: «Διχασμός»Χορωδία: «Τα παιδιά της Άμυνας» 13η σκηνή: «Ελπιδοφόρο μέλλον»Χορωδία: «Γαρύφαλλο στ’ αυτί» 14η σκηνή: «Αποχαιρετισμός»Χορωδία: «Ό,τι κι αν πω, δεν σε ξεχνώ» |
Νότες Ιστορίας κεφ. α΄
“Ρεμπέτικο”
Διανομή ρόλων
|
|
(Την ιδέα να ασχοληθούμε και με το Ρεμπέτικο τραγούδι μου την έβαλε η συνάδελφος κα Σμαράγδα Χατζηπαναγιώτου. Στον αρχικό δε ενδοιασμό μου για το αν θα μπορέσει να λειτουργήσει αυτό με τα παιδιά του Δημοτικού, μου είπε αφοπλιστικά: «Γιατί όχι;»
Όταν μάλιστα σκέφτηκα ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε να κάνουμε και «μάθημα» Ιστορίας, ήμουν σίγουρος. Ξεκίνησα έτσι αμέσως το γράψιμο των κειμένων.
Συνοδοιπόροι στο «Νότες Ιστορίας κεφ. α΄ Ρεμπέτικο» και οι συνάδελφοι κυρίες Σταυρούλα Παπαηλία, Δανάη Περρή και Λίνα Φαβάτση που, την άνοιξη του 2002, έχοντας κοινές ανησυχίες και στόχους, συνυπέγραψαν και σκηνοθέτησαν το έργο κι έβαλαν έτσι το πρώτο λιθάρι στη σειρά των κεφαλαίων που ακολούθησαν.
Τις ευχαριστώ όλες!)
1η σκηνή: «Το καλωσόρισμα»
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ:
Σκηνικό παλιού καφενείου. Μπαίνει ο Θωμά ο καφετζής και μιλά στον κόσμο με τον μάγκικο τρόπο των Ρεμπετών. Την ίδια ώρα μπαίνουν οι Βρασίδας και Γιώργος που κάθονται σ’ ένα τραπέζι καθώς και η Γόησσα και το Μαρικάκι, που κάθονται σε ένα άλλο.
Θωμάς: Κυρίες, δεσποινίδαι και κύριοι, καλωσορίσατε στο μαγαζί μας!
Για σήμερα και μόνο σήμερα το μαγαζί μας θα ονομάζεται «Καφενείον η Ωραία Ελλάς». Από αύριο θα λέγεται «Θέρετρον η Γηραιά Αλβιώνα, αφού, ως γνωστόν, οι Άγγλοι αποτελούν την πλειοψηφία των παρεπιδημούντων ενταύθα!
Απόψε όμως θα έχει μόνο Ελλάδα: την Ελλάδα του κυνηγημένου, του καταπιεσμένου, του ονειροπόλου. Θα έχει την Ελλάδα του λιμανιού, του φουστανιού, του καπηλειού. Συνελόντι ειπείν, θα έχει την Ελλάδα του Ρεμπέτη.
Αξιότιμοι πελάται είναι ο ξενιτεμένος, η μοδιστρούλα, ο κόκορας, το γεροντάκι, η τσιγγάνα και όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Όλοι τους είναι παιδιά μαλάματα. Μπεσαλήδες και μάγκες.
Τις περιπλανήσεις τους και τα όνειρά τους θα μας τα τραγουδήσει η ρεμπετοχορωδία μας.
Εγώ είμαι Θωμάς ο μπουφετζής κι ένα έχω να σας πω: Μπράβο σας που ήρθατε εδώ απόψε, να ακούσετε Ελλάδα!
Καλή σας διασκέδασις!
Χορωδία: «Στου Θωμά»
Στου Θωμά
στίχοι:Κώστας Φέρρης μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Έλα απόψε στου Θωμά/ να σου παίξω μπαγλαμά
να κατέβουν οι αγγέλοι/ να χορέψουν τσιφτετέλι
κι αν μερακλωθείς πολύ/ και σ’ αρέσει το βιολί , -2
με βιολί σαντουροβιόλι / θα χορέψουν κι οι διαβόλοι. –2
Στου Θωμά το μαγαζί/ θα τη βρούμ’ óλοι μαζί,
μα στο νόημα για να μπεις/ θα σου εξηγήσει ο Μπάμπης.
Του Γιωργάκη η δοξαριά/ θα σου κόψει τη μιλιά -2
κι η Μαρίκα με το ντέφι/ θα γελάει και θα σου γνέφει -2
Λαλαλα…….
Λαλαλα…….
Κι αν μερακλωθείς πολύ/ και σ’ αρέσει το βιολί, -2
με βιολί σαντουροβιόλι / θα χορέψουν κι οι διαβόλοι -2
2η σκηνή: «Έρως»
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ:
Μπαίνει στο καφενείο ο Ανέστης. Είναι σε κακά χάλια. Πάει σε μια Γόησσα που κάθεται και της λέει:
Ανέστης: Εσένανε, βρε Γόησσα, εγώ σε παρηγόρησα. Κι αν είμαι τώρα ρέστος και ταπί, μ’ ένα φιλί παρηγόρα με κι εσύ!
Γόησσα: Γιατί έρχεσαι ξοπίσω μου κι αγάπη μου γυρεύεις; Πόσες φορές θα σου το πω; Πάψε να με παιδεύεις.
Ανέστης: Είσαι φίνα και μ’ αρέσεις, Αθηναίισσα, στη ματιά σου κάτι έχεις, καλέ μποέμισσα. Είσαι πρώτη στην Αθήνα, στο ομολόγησα, όμορφη, γλυκιά, τσαχπίνα, πλάνα, γόησσα.
Γόησσα: Δεν με συγκινούν οι αγάπες φτάνει να καλοπερνώ. Κάθε βράδυ να τραβάω το ποτήρι μου και να σφάζονται λεβέντες για χατίρι μου.
Ανέστης: Θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις, αφού μου κάνεις μπαμπεσιές. Κι αν δείχνεις πως με αγαπάς, στο τέλος θα με κυνηγάς.
(από το διπλανό τραπέζι που κάθονται δυο μάγκες του λένε:)
Βρασίδας: Απόψε στις ακρογιαλιές αντιλαλούν διπλοπενιές. Έλα κοντά μας, φίλε να τα πιεις κι απ’ τα ωραία μας θα τρελαθείς!
Γιώργος: Κάτσε και γλέντησε με μας, σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς. Κι αν έχεις πόνο μέσα στην καρδιά, θα τον ξεχάσεις με μια διπλοπενιά!
Χορωδία: «Απόψε στις ακρογιαλιές»
Απόψε στις ακρογιαλιές
στίχοι-μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Απόψε στις ακρογιαλιές αντιλαλούν διπλοπενιές
έλα κοντά μας, φίλε, να τα πιεις
κι απ’ τα ωραία μας να τρελαθείς.
Έλα να νιώσεις πώς είν’ η ζωή
κι όλα τα ωραία μέχρι το πρωί.
Κάτσε και γλέντησε με μας, σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς,
κι αν έχεις πόνο μέσα στην καρδιά,
θα τον ξεχάσεις με μια διπλοπενιά.
Έλα να νιώσεις πώς είν’ η ζωή
κι όλα τα ωραία μέχρι το πρωί.
Εσένανε, βρε γόησσα, εγώ σε παρηγόρησα
κι αν είμαι τώρα ρέστος και ταπί,
μ’ ένα φιλί παρηγόρα με κι εσύ.
Έλα να νιώσεις πώς είν’ η ζωή
κι όλα τα ωραία μέχρι το πρωί.
3η σκηνή: «Πολιτικαί εξελίξεις α΄»
Ημερολόγιον 1908-1909-1910
Εφημεριδοπώλης 1: Εφημερίδες….. Εφημερίδες….. Η Μακεδονία παραμένει σε τουρκική κατοχή. Ο Παύλος Μελάς συγκρούεται με Βούλγαρους κομιτατζήδες…
Εφημεριδοπώλης 2: Μεγάλο συλλαλητήριο στο Κιλελέρ! Έντεκα χιλιάδες κολίγοι ζητούν απαλλοτρίωση της γης 400 τσιφλικάδων….
Εφημεριδοπώλης 1: Εξελίξεις στην αυτόνομη Κρήτη! Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ύψωσε την ελληνική σημαία στο φρούριο των Χανίων και κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα….
Εφημεριδοπώλης 2: Ξένοι ναύτες κατέβασαν τη σημαία… Η ελληνική κυβέρνηση αποφεύγει κάθε ανάμειξη…
Εφημεριδοπώλης 1: Επαναστατικό κίνημα στο Γουδί με το Νικόλαο Ζορμπά… Πέφτει η κυβέρνηση Ράλλη… Απαίτηση για πάταξη της διαφθοράς…
Βρασίδας: Γεια σου, ρε Ζορμπά! Καιρός ήτανε να πάψει η κακομοιριά στην πατρίδα μας! Να, ρε Γιώργο! Τέτοιους αξιωματικούς χρειάζεται η Ελλάδα!
Γιώργος: Ναι, αλλά θέλει και τον κατάλληλο πολιτικό. Άκουσες γι’ αυτό τον Κρητικό το Ελευθέριο Βενιζέλο; Αυτός θα μας σώσει, μωρέ!
Ανέστης: Πώς μ’ αρέσει το πιοτό, μ’ αρέσει και το πίνω, να μεθώ…..
Χορωδία: «Εβίβα, Ρεμπέτες»
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ:
Στη διάρκεια του τραγουδιού φεύγουν οι Ανέστης, Βρασίδας, Γιώργος και μπαίνουν οι Μήτσος, Νώντας καθώς και ο Βάγγος και παίρνει παραγγελία
ΕΒΙΒΑ ΡΕΜΠΕΤΕΣ
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου Μουσική: Απόστολος Καλδάρας
Πώς μ’ αρέσει το πιοτό μ’ αρέσει και το πίνω να μεθώ
με σαμπάνιες και Μαρκό τον κάθε πόνο σβήνω σβήνω και ξεχνώ.
Εβίβα, ρεμπέτες, εβίβα, παιδιά
μες τη ρεμπέτικη ετούτη βραδιά
παίξε, μπουζούκι μου, κι όχι πολλά
λίγα χρόνια και καλά. –2
Στης ταβέρνας τη γωνιά αράζω κάθε βράδυ μοναχός
με μπουζουκομπαγλαμά ξεχνάω κάθε ντέρτι ντέρτι ο φτωχός.
Ρεφραίν…………………….
Δεν το κρύβω ούτε στιγμή μ΄ αρέσει και το πίνω σαν μπεκρής
δε μου καίγεται καρφί, κι αν δε βουτήξω χείλια – χείλια μιας μικρής.
4η σκηνή: «Μετάβασις εις την αλλοδαπήν»
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ:
Ο Βάγγος, ο σερβιτόρος, σερβίρει και ρωτά:
Βάγγος: Τι έγινε, ρε λεβεντόπαιδα; Δε βλέπω το φίλο σας το Μπάμπη τώρα τελευταία. Τι συμβαίνει; Δεν μας καταδέχεται;
Μήτσος: Όχι, ρε Βάγγο, δεν είναι αυτό. Απλώς πάει στα καράβια να πιάσει την καλή και θα γυρίσει.
Νώντας: (σαν να μονολογεί) Ναι, έτσι λένε όλοι κι όταν φύγουν, ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους.
Μήτσος: Μόκο, ρε άπιστε Θωμά! Θα γυρίσει σου λέω! Ο Μπάμπης θα πάει μέχρι την Πόλη και θα γυρίσει. (επεξηγηματικά) Αφού η καρδιά του είναι δοσμένη στο Μαρικάκι. Ο νους του όλο εδώ θα τρέχει στο νησί.
Νώντας: (δεν πείθεται) Καλά, καλά! (προς το Μαρικάκι) Τι έγινε, ρε Μαρικάκι; Το κούνησες το μαντιλάκι στο Μπάμπη;
Γόησσα: Κι εσένα τι σε μέλλει, ρε Νώντα;
Νώντας: Λεύτερα παιδιά είμαστε κι εμείς, μαμζέλ! Τι δηλαδή; Μόνο ο Μπάμπης δικαιούται να ενδιαφέρεται για το Μαρικάκι;
Μαρικάκι: (δεικτικά) Αν θες να ξέρεις, ο Μπάμπης μου με χρόνια πάλι με καιρούς κοντά μου θα γυρίσει, τη ξενιτιά θ’ απαρνηθεί, μαζί μου θε να ζήσει.
Τι κι αν το πλοίο του σαλπάρει, να πάει σε μέρη μακρινά; Εμέ η ψυχή μου θα κοιτάει του γυρισμού τα δειλινά!
Χορωδία: «Οι γλάροι»
Στη διάρκεια του τραγουδιού φεύγουν τα κορίτσια και μπαίνει ο Αμερικάνος και η Αμερικάνα
ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ
στίχοι: Νίκος Μεϊμάρης – μουσική: Χαράλαμπος Βασιλειάδης
Ξεκινάμε, πάμε μακριά σ’ άλλες χώρες, σ΄ άγνωστα νερά.
Στο μουράγιο μένεις μόνη εσύ πάντα ο νους μου θα ’ναι στο νησί.
Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει κι από τα μάτια σβήνει η στεριά
μες τα κατάρτια πετούνε οι γλάροι κι εγώ σου λέω έχε γεια.
Γύρω – γύρω η θάλασσα γυαλί μα η σκέψη μου έγειρε θολή.
Λάμπει ο ήλιος τώρα από ψηλά στο μυαλό μου έρχονται πολλά.
Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει κι από τα μάτια σβήνει η στεριά
μες τα κατάρτια πετούνε οι γλάροι κι εγώ σου λέω έχε γεια.
Πέλαγος θα σκίσω μακρινό θάλασσα θα βλέπω κι ουρανό,
μα η συντροφιά μου θα ’σαι εσύ, πάντα ο νους μου θα ’ναι στο νησί.
Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει κι από τα μάτια σβήνει η στεριά
μες τα κατάρτια πετούνε οι γλάροι κι εγώ σου λέω έχε γεια.
5η σκηνή: «Το χουνέρι»
(Τη σκηνή αυτή έγραψε ολοκληρωτικά η συνάδελφος κα Λίνα Φαβάτση)
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ:
Μπαίνει ο Θωμάς
Θωμάς: Ρε συ Βάγγο, για πλησίασε να σου πω!
Βάγγος: Τι θέλεις, αφεντικό;
Θωμάς: (συνωμοτικά) Βλέπεις εκείνο τον ψευτόμαγκα τον Αμερικάνο με τη μαντάμ του; Εδώ μου κάθεται, ρε! Μας έχει ζαλίσει μ’ αυτήν την Αμέρικα. Όλο «oh yes, oh yes» και «εμείς στο Αμέρικα» και τα συναφή. Θα του κάνω ένα χουνέρι να με θυμάται.
Βάγγος: Μέσα, αφεντικό. Λέγε το λοιπόν!
Θωμάς: Πάρε δυο τάλιρα και όποιον συναντήσεις με τραγιάσκα δώσ’ του τα και πάρτηνε! Διάλεξε την πιο παλιά και λιγδιασμένη!
Βάγγος: Τι τη θέλεις την τραγιάσκα, ρε αφεντικό, και τη χρυσοπληρώνεις;
Θωμάς: Κάνε, ρε, αυτό που σου λέω και ο μεσιέ Μπατής έχει σήμερα τις φόρμες του!
(ο Βάγγος φεύγει και ο Θωμάς σερβίρει τραγουδώντας)
Αμερικάνος: Γκαρσόν, πού είναι η παραγγελία μας; Πολύ καθυστερεί! Σ’ εμάς στην Αμερική έρχεται αμέσως!
Θωμάς: Ορίστε, μεσιέ! Το απεριτίφ για τη μανδάμ και ο καφές για σένα… Κερασμένα από το κατάστημα.
Αμερικάνος: Γιατί, βρε Θωμά! Why? We have money! Έχουμε λεφτά…
Θωμάς: Κέφι μου και δικαίωμά μου! Και όλη η πελατεία κερασμένη…
Αμερικάνος: Δεν μπορεί! Κάτι τρέχει σήμερα. Για πες μας κι εμάς!
(ο Βάγγος μπαίνει με την τραγιάσκα κρυμμένη και συνεννοείται με το Θωμά με νοήματα)
Θωμάς: Άκου το λοιπόν, ρε μάγκα! Έχω ένα κειμήλιο που αν κουνήσω το χέρι μου, ένεκα που έχω ανάγκη, πιάνω τρεις χήνες… αυτός που θα το αγοράσει όμως με την ησυχία του πιάνει πέντε. Τι έγινε λοιπόν, αν κεράσω 5 τάλαρα τη μαγκιά;
Το μόνο κακό είναι πως, για να το εκτιμήσεις, πρέπει να είσαι σοφός, να πούμε ιστορικός πέντε-έξι σκαλοπάτια πιο πάνω από εμάς. Μην το κουράζεις λοιπόν. Δεν είναι για μας!
Αμερικάνος: (με ενδιαφέρον) Ρε Θωμά, να το δω!
Θωμάς: (προσποιείται, για να του κεντρίσει το ενδιαφέρον) Δεν κάνει για σένα!
Αμερικάνος: Εντάξει! Οκ! Να το δω κι ας μην κάνει!
Θωμάς: Καλά! Έχε χάρη που είμαι στα κέφια μου απόψε! (φέρνει την τραγιάσκα) …Μάγκες, σταθείτε προσοχή! Αυτή είναι η τραγιάσκα του Κολοκοτρώνη!
Αμερικάνος: Όχι, ρε Θωμά, Νο, δε μπορεί! Ο Κολοκοτρώνης φορούσε περικεφαλαία! This is a hat!
Θωμάς: Τι λες, ρε; Όταν ήταν χασάπης περικεφαλαία φόραγε; Τούτη την τραγιάσκα φόραγε… αν ήσουν ιστορικός, θα την γνώριζες με την πρώτη.
(Ο Αμερικανός κοιτά τη μαντάμ και αυτή συγκατανεύει)
Αμερικάνος: Δίκιο έχεις, Θωμά! Μου την πουλάς; Do you sell it?
Θωμάς: Τρεις χήνες!
Αμερικάνος: (παζαρεύει) Μία! Τρεις είναι πολλά λεφτά!
Θωμάς: (εκνευρίζεται υποκριτικά) Ε, όχι, ρε φίλε! Καλά το έλεγα εγώ ότι δεν κάνει για σένα… Άσε, μην το κουράζεις! (πάει να φύγει)
Αμερικάνος: Στάσου! οk! Την παίρνω… (πονηρά) Όμως υπάρχουν μάρτυρες πως την πλήρωσα και είναι δικιά μου. Και δέκα χιλιάδες τάλιρα να μου δώσεις, δεν στη πουλάω! Θα τη δώσω στο μουσείο, να με γράψει η Ιστορία. Πάμε Barbara!
Θωμάς: Στο καλό, Αμερικανάκι, στο καλό! Και να θέλουν αποδείξεις στο Μουσείο για την τραγιάσκα, πες τους πως ήμουνα κι εγώ εκεί με ένα κόκκινο βρακί!
(φεύγουν οι Αμερικάνοι και ο Θωμάς)
Χορωδία: «Άλα!»
ΑΛΑ!
στίχοι: Αλέκος Σακελάριος μουσική: Μιχάλης Σογιούλ
ΑΛΑ! Άνοιξε κι άλλη μπουκάλα
και την κοινωνία τώρα τηνε παίζω ένα παρά.
ΒΙΒΑ! Τα φαρμάκια που ’ταν στοίβα
ποτηράκι – ποτηράκι λες και κάνανε φτερά,
βάνε! Όσα έρθουν κι όσα πάνε
πού θα βρούμε τέτοιο βράδυ στη ζωή μας τη ρηχή,
ΔΩΣΕ! Το τραπέζι ξαναστρώσε,
βάλε καθαρά ποτήρια κι άντε φτου κι απ’ την αρχή!
ΡΩΤΑ! Το κορίτσι πρώτα – πρώτα
τι γουστάρει να του παίξεις, μπουζουξή μου, σεβνταλή,
ΒΑΡΑ! Τη δική σου τη λαχτάρα,
που ίσως να ’ναι η αγάπη, το ποτό και το φιλί,
όπα! Την καρδιά μου ισορρόπα
σάμπως και θα σπάσει απόψε και στα δέκα θα κοπεί,
ΦΤΟΥ ΣΟΥ! Οι πενιές του μπουζουκιού σου
μου επήρανε τα ρέστα και μ’ αφήσανε ταπί.
ΑΛΑ! Έχω στρώσει μια κεφάλα
και τα βλέπω όλα σα μπέης και τα νιώθω σαν πασάς,
ΑΙΝΤΕ! Στα ποτήρια ξαναβάλτε
κι άιντε εβίβα μου κι εμένα κι άιντε εβίβα σας κι εσάς
Σβήνω! Ποπό, Θεέ μου, τι θα γίνω
αγκαλιά μου το κορίτσι και τριγύρω μου βιολιά,
ΣΠΑΣΤΑ! Όλα ας γίνουνε ανάστα
και μπαρδόν κι αν μπουμπουνίσει και καμία πιστολιά.
Στη διάρκεια του τραγουδιού μπαίνει ο Ιεροκλής με τη Βαρβάρα και τους παίρνει παραγγελία ο Βάγγος
6η σκηνή: «Ανησυχίες μητρός»
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ:
Δυο κυρίες περπατούν συζητώντας
Χαρίκλεια: Άστα, Κατίνα μου, άστα! Τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Όπως πάμε δεν θα μείνει κανένας νέος στο νησί, για να πάρει τις κόρες μας.
Κατίνα: Δίκιο έχεις, Χαρικλεία μου. Προχτές πάλι μπάρκαρε και ο Μπάμπης.
Χαρίκλεια: Μωρέ, αυτός δε με νοιάζει. Αυτός έχει δώσει το λόγο του στο Μαρικάκι. Άλλος με κόφτει εμένα.
Κατίνα: Ποιος, καλέ; Πες μου!
Χαρίκλεια: Ο Στέλιος. Λεβέντης και μπεσαλής νέος. Τον έδιωξα όμως από τη δουλειά και τώρα είναι άνεργος. Άσε! Το ’χει πάρει επί πόνου. Νιώθει αδικημένος. Τι λέω; Πληγωμένος!
Κατίνα: Τόσο πολύ;
Χαρίκλεια: Και κάτι παραπάνω. Αφού θέλει να φύγει για τη Γερμανία και να μην ξαναγυρίσει.
Κατίνα: Και η μάνα του η δόλια; Θα την αφήσει μοναχή;
Χαρίκλεια: Ολομόναχη! Άκου τι της είπε χθες!
Χορωδία: «Φεύγω με πίκρα στα ξένα»
Στη διάρκεια του τραγουδιού μπαίνουν οι Μήτσος, Νώντας, Βρασίδας και Γιώργος και κάθονται
ΦΕΥΓΩ ΜΕ ΠΙΚΡΑ ΣΤΑ ΞΕΝΑ
στίχοι-μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης
Μανούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα
η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω.
Το μίσος του κόσμου με δέρνει σκληρά -2
και φεύγω με πίκρα στα ξένα. –2
Μ’ αδίκησαν, μάνα, βαριά με πληγώσαν
και ό,τι αγαπούσα το έχασα πια.
Ποτέ το παιδί σου δεν είδε χαρά -2
και φεύγει με πίκρα στα ξένα. –2
Πικρές αναμνήσεις μαζί μου θα πάρω
στα ξένα που θα ’μαι κρυφά τι θα ζω.
Παιδί πια δε θα ’χεις, μανούλα γλυκιά,
κι εκεί θα πεθάνω τα ξένα. -2
7η σκηνή: «Πολιτικαί εξελίξεις β΄»
Ημερολόγιον 1911-1912
Εφημεριδοπώλης 1: Εφημερίδες… Μεγάλες συγκρούσεις στη Βουλή για το γλωσσικό ζήτημα….
Εφημεριδοπώλης 2: Εφημερίδες…. Βυθίστηκε ο Τιτανικός….
Εφημεριδοπώλης 1: Οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα…
(Ο Ιεροκλής διαβάζει εφημερίδα)
Ιεροκλής: «Είστε, δύναμαι να είπω, εξ επαγγέλματος και μελετημένης προαιρέσεως, στρεβλωτής και υβριστής της Ελληνικής Γλώσσης».
Βαρβάρα: (μιλά αργκό και κόβει τις λέξεις, όπως έκαναν πολλοί μάγκες) Τι εννοείς Ιεροκλά; Αδυνατώ να καταλά.
Ιεροκλής: Νίκος Μπουφίδης, βουλευτάς, κόντρα να πάει στον Παλαμά.
Βαρβάρα: (ενοχλημένη) Κάποιος έπρεπε να του πει να πάει να κάνει τουμπεκί.
Ιεροκλής: Λορέ Μαβίλης, ποιητής, γύρισε κι είπεν του ευθύς: (διαβάζει) «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα. Υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι. Και είναι χυδαίοι και όταν ομιλούν τη δημοτική και όταν ομιλούν την καθαρεύουσα».
Βαρβάρα: (ικανοποιημένη) Γεια σου Μαβίλη, ποιητή, άγια έβγαλες φωνή. (προς το γερο-Γεράσιμο, που μόλις μπαίνει εμφανώς στενοχωρημένος) Καλώς το γέροντα Γερά.. Έλα, και κάτσε με τα μας. Γιατί έχεις κάτω τα ρολά; Χαρά έχουμε κανονικά. Τώρα που έφυγε η Τουρκιά, θα έχουμε ελευθεριά.
Ιεροκλής: Ναι, βρε Γερά. Τι χολοσκάς; Σου πέσαν έξω τα καρά;
Γεράσιμος: Όχι, κι αλίμονο, παιδιά. (δείχνει την καρδιά του) Καημός με σφάζει εδωνά.
Ιεροκλής: (απορημένα) Μα, αν δεν είναι τα καρά;
Βαρβάρα: Δεν κατάλαβες, Ιεροκλά; Σερσέ λα φαμ κανονικά!
Ιεροκλής: Και τι θα πει αυτό, βρε πρωτευουσιάνα;
Βαρβάρα:Θα πει «αναζητήσατε τη γυναίκα»!
Ιεροκλής: Γυναίκα; Στην ηλικία σου, καρντάση; Όπα;
Γεράσιμος: Τι απορείς Ιεροκλά; Θες να τ’ ακούσεις λαϊκά; «Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του» Κοπρέντο;
Βαρβάρα: Μπράβο, βρε Γεράσιμε! Αλλά για πες μας τα απ’ την αρχή! Πώς έγινε;
Χορωδία: «Μοδιστρούλα»
ΜΟΔΙΣΤΡΟΥΛΑ
στίχοι-μουσική: Γιάννης Παπαϊωάννου
Τις άλλες τα ’μπλεξα κι εγώ με μια ξανθιά μικρούλα,
που έχει μάτια έξυπνα, είναι και μοδιστρούλα.
Είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω
και μου ’ρχεται, μα το Θεό, στη μάνα της να πάω.
Και να της πω τα μυστικά που έχω στην καρδιά μου,
ότι η κόρη σου, καλέ, θα γίνει πια δικιά μου.
8η σκηνή: «Μητρικαί παροτρύνσεις»
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ: Μπαίνει η Κατίνα με την κόρη της τη Λενιώ
Κατίνα: (υπαινικτικά) Άκουσες, Λενιώ, τι έπαθε η κόρη της Χαρίκλειας; Ο Στέλιος έφυγε για τη Γερμανία και δε θα ξαναγυρίσει. Ποιος θα την κοιτάξει τώρα; Στο ράφι θα μείνει.
Λενιώ: (υπεκφεύγει) Κι έμένα τι μου τα λες, καλέ μαμά;
Κατίνα: Στα λέω να ανοίξεις τα μάτια σου, να βρεις ένα νέο παλικάρι να παντρευτείς. Μεγάλωσες πια. Έγινες μοδίστρα. Είσαι 20 χρονών. Τι περιμένεις;
Κατίνα: Μαμά, σε παρακαλώ!
Λενιώ:Αυτό που σου λέω! Να, σαν το μπουφετζή. Ωραίος, νέος, με δουλειά, τι άλλο θέλεις; Έτσι κι αλλιώς οι νέοι που αξίζουν έφυγαν. Ποιος θα σε πάρει; Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος;
Κατίνα: Μαμά, να σου πω κι εγώ κάτι; Άκου λοιπόν
Χορωδία: «Το γεροντάκι»
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑΚΙ
στίχοι-μουσική: Παναγιώτης Τούντας
Όταν θες να παντρευτώ, άκου, μάνα μ’, να σου πω.
Δεν το θέλω εγώ το νιο, μάνα μου, να σε χαρώ!
Θέλω άντρα γεροντάκι με κοντό, ψαρό μουστάκι
να μη βάφει τα μαλλιά κι ας φοράει και γυαλιά.
Ξέρει να μιλάει γλυκά, όλο λόγια ερωτικά
κι έτσι, μάνα μ’, δε μπορώ, γεροντάκι θέλω εγώ,
γεροντάκι κοτσονάτο, όλο έρωτα γιομάτο,
γεροντάκι με καρδιά, όλο τέχνη και φωτιά.
Τέτοιον άντρα έχω βρει, μάνα μ’, να με παντρευτεί
και θα την περνάω καλά, μες τα χάδια τα πολλά,
γιατί αυτός, μάνα μου, ξέρει πιο καλά να με χαϊδεύει
απ’ τους νέους πιο καλά, γιατί ξέρει πιο πολλά.
9η σκηνή: «Η αποκάλυψη»
Κατίνα: (ενοχλημένη) Αδύνατον αυτό δε θα το αντέξω! Μα, καλά, πού τον βρήκες; Πότε;
Λενιώ: (καθησυχαστικά) Θα σ’ τα πω κι αυτά, μαμά. Εσύ όμως ετοίμαζε τα γλυκά, για να τον δεχτείς στο σπίτι. Αύριο έρχεται να με ζητήσει σε γάμο.
Κατίνα: (απελπισμένη) Θεέ μου, θα τρελαθώ! Πες μου, πώς έγινε; Σου ρίχτηκε; Κι εσύ τι έκανες; Δεν αντιστάθηκες;
Λενιώ: Ηρέμησε, μαμά! Όλα θα τα μάθεις…. Τις προάλλες στο αποκριάτικο πάρτι, που ήμουν ντυμένη κότα, με πλησίασε ένας πλούσιος και χοντρός κόκορας.
Κατίνα: Αληθινός;
Λενιώ:Όχι, βρε μαμά, μασκαρεμένος
Κατίνα: Ε, και;
Λενιώ: Άκου λοιπόν!
(τραγουδά το Γεροντάκι με τη Λενιώ)
Χορωδία: «Ο κόκορας»
Ο ΚΟΚΟΡΑΣ
στίχοι: Γεράσιμος Τσάκαλος μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Γεροντάκι: Είμαι κόκορας κεφάτος ζωηρός και κοτσονάτος
κι έχω μπλέξει κάποια κότα, που τσιμπάει τα καρότα.
Λενιώ: Χτίζεις, κόκορα, παλάτια με τη σκέψη με τα μάτια
αν κρατάνε τα φτερά σου, τότε κούνα την ουρά σου
Χορωδία: Βρε κοκοκοκό κοκοκό κάνει κι η κότα
την τραβούσε με το ζόρι και της άλλαζε τα φώτα
Έλα, κότα μου, να πάμε, στο κοτέτσι μου να πάμε
άσ’ τους άλλους τους κοκόρους κι από μένα τρώγε σπόρους.
Είσαι κόκορας μουρντάρης και ζητάς να με τουμπάρεις
σ’ έβλεπα κρυφά από τότες μέσα σε σαράντα κότες.
Κότα μου, θα με τρελάνεις, κακαρίσματα μου κάνεις
κι όπως πάμε θα πετάξω στο κοτέτσι σου ν’ αράξω.
Αν με θέλεις, κόκορά μου, έλα πες το στην κυρά μου
μη ζητάς αυγά να κάνω και στο δρόμο να τα χάνω.
10η σκηνή: «Πολιτικαί εξελίξεις Γ΄»
Ημερολόγιον 1913-1914-1915
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ:
Στη διάρκεια του προηγούμενου τραγουδιού βρίσκονται στο καφενείο οι Βαγγελιώ με την Αναστασία
Εφημεριδοπώλης 1: Εφημερίδες… Θρίαμβος της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους! Η Ελλάδα υπερδιπλασίασε την έκτασή της….
Εφημεριδοπώλης 2: Εφημερίδες… Δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄. Νέος βασιλιάς ορκίστηκε ο Κωνσταντίνος…
Εφημεριδοπώλης 1: Εφημερίδες… Η Ευρώπη στα πρόθυρα μεγάλου πολέμου!
Βαγγελιώ: Άσ’ τα, Αναστασία μου, άσ’ τα! Όλα τα παλικάρια μας, ο Θεός να τα ’χει καλά πολεμούνε τρία χρόνια τώρα για τη λευτεριά της αλύτρωτης πατρίδας μας. Κι όχι τίποτες άλλο, αλλά πάνω που πάμε να πιστέψουμε ότι ο πόλεμος τελείωσε, έρχεται άλλος πιο μεγάλος, πανευρωπαϊκός. Τι λέω; Παγκόσμιος!
Αναστασία: Δίκιο έχεις, Βαγγελιώ μου! Και το χειρότερο είναι ότι ο Βενιζέλος με τον Κωνσταντίνο είναι στα μαχαίρια! Ο Βενιζέλος θέλει να μπούμε στον πόλεμο στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ, ενώ ο βασιλιάς να μείνουμε ουδέτεροι. Φοβάμαι μην έχουμε κανένα εθνικό διχασμό και τότε Κύριος οίδε πότε θα ξαναδούμε τους άντρες μας!
Βαγγελιώ: (δεικτικά) Μωρέ, καλά έκαμε αυτή η κότα η Λενιώ και πήρε το γεροντάκι το Γεράσιμο! Αυτός, σου λέει, είναι πολύ μεγάλος και δεν τον επιστράτευσαν. Γέρος, ξεγέρος, αυτή έχει άντρα στο σπίτι της, όχι σαν κι εμάς…
Αναστασία: (δεικτικά) Αμ, τι κότα, αλεπού έπρεπε να ντυθεί η πονηρή!
Βαγγελιώ: (κουτσομπολίστικα) Ναι, δίκιο έχεις. Όμως τώρα που της φόρεσε στεφάνι, να δούμε πώς θα την αντέξει! Αυτηνής, παιδί μου, της αρέσει να μεγαλοπιάνεται! Όλο λούσο και ύφος είναι η ψηλομύτα!
Αναστασία: (κουτσομπολίστικα) Αμ, δεν την αντέχει! Χτες το βράδυ έγινε μεγάλος τζερτζελές. Βγήκαν όλα τα άπλυτα στη φόρα.
(περνά από το δρόμο ο Γεράσιμος με τη Λενιώ)
Γεράσιμος: (νευριασμένος) Έλα εδώ να τα’ ακούσεις τώρα, αχάριστη!
Λενιώ: Με σε παρακαλώ, μας βλέπει ο κόσμος
Γεράσιμος: Βρε, ποιος κόσμος μου τσαμπουνάς; Τώρα σε μάρανε ο κόσμος; Άκου προσεκτικά!!
Χορωδία: «Ήσουνα ξυπόλητη»
ΗΣΟΥΝΑ ΞΥΠΟΛΗΤΗ
στίχοι-μουσική: Άγνωστος
Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα
τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σούρτα – φέρτα.
………………………
Ήσουνα ξυπόλητη και γύρναγες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις ιπποκόμους.
………………………
Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες τους σπόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ, ζητάς αεροπόρους.
………………………..
Ήσουνα στην αγορά και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σκουλαρίκια.
11η σκηνή: «Η αχαριστία»
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ: στο καφενείο κάθεται ο Ιεροκλής με τη Βαρβάρα, όταν εμφανίζεται ο Γεράσιμος σε κακά χάλια
Ιεροκλής: Για κάτσε εδώ, βρε αδερφέ! Για δε μας λες; Σαν τι συμβαί; Γιατί είσαι τόσο κουρασμέ;
Γεράσιμος: Τι έχω δικέ; Πόνο βαρύ! Με τυραννάει η μικρή!
Βαρβάρα: Εγώ πάντως το είχα πει: γάτα φαινόταν η μικρή!
Γεράσιμος: Γιατί το λες, μωρέ Βαρβά; Τι σου ’χει κάνει η μικρά;
Βαρβάρα: Δόξα σοι Κύριε των δυνά, μα τίποτε προσωπικά!
Γεράσιμος: (καχύποπτα) Ε, τότε, πες μου τι εννοείς; Κάτι θα ξέρεις και ομιλείς!
Βαρβάρα: (υπεκφεύγει με μισόλογα) Ξέρω ό,τι ξέρει κι ο καθείς! Γι’ αυτό και άκου, αν μπορείς!
Γεράσιμος: (με αγωνία) Σ’ ακούω, είμαι όλος αυτιά. Μολόγα τα τα πρακτικά!
Βαρβάρα: Δυο κουτσομπο τα λέγανε για τη μικρά κι εσένανε
Γεράσιμος: (με αγωνία) Και τι ελέ, μωρέ Βαρβά; Για κάνε μου τα πιο λιανά!
Βαρβάρα: Θυμάσαι την Αποκριά, που κότα εντύθη η μικρά;
Γεράσιμος: (με έπαρση) Πώς να ξεχάσω τη σκηνή; Εγώ ήμουν κόκορας γι’ αυτήν!
Βαρβάρα: (αντιπαρατίθεται) Κοκόρου έχεις το μυαλό, γι’ αυτό θα σου τα ξομολο. (επεξηγηματικά) Δεν ήθελε από σε αυγά η πονηρά μας η μικρά. Χρήμα μυρίστηκε με ουρά κι όχι τη μύτη ή τα λειριά. Κι είχε έτσι με μια παντρειά «ζωή και κότα» η μικρά!
Γεράσιμος: (συντετριμμένος) Ωιμέ και λύπη μου μεγά! Μα, αν είν’ αλήθεια όλα αυτά; Και πώς θα ζήσω τώρα πια; Τα ’παν, λοιπόν, πραγματικά;
Βαρβάρα: Τα ’παν κι αυτά κι άλλα πολλά, που να τα μάθεις δεν μπορείς, γιατί θα κόψεις το λειρί!
Γεράσιμος: (επαναστατεί μη αντέχοντας άλλο την ντροπή) Και το λειρί μου δεν το κό κι ας είμαι γέροντας εγώ. Δρόμο έδωσα παντοτινό στο γύναιο το καταστρο.
Βαρβάρα: Μπράβο, Γερά! Παίξε σκληρά και μην αλλάξεις πια μυαλό! Ας την να πάει στο καλό.
Γεράσιμος: Αυτό της είπα, βρε, κι εγώ!
Ιεροκλής: Σαν τι της είπες δηλαδής;
Γεράσιμος: Άκου και πάψε να απορείς!
Χορωδία: «Σ’ έχω κάνει πέρα
Σ’ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΠΕΡΑ
στίχοι-μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Κι αν στο κλάμα το ρίχνεις και ξεσπάς,
την καρδιά σου πάντα θα ρωτάς
πώς για μένα φάνηκες σκληρή
μ’ έχεις φέρει ως την καταστροφή.
Μην ξαναπερνάς, μην ξαναρωτάς,
σ’ έχω κάνει πέρα και πια δε με κρατάς.
Μη χτυπιέσαι, μην κάνεις σαν τρελή,
έφυγε και πάει το πουλί.
Δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό,
κόψε, στρίβε και άιντε στο καλό.
12η σκηνή: «Διχασμός»
Ημερολόγιον 1916-17
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ: στο καφενείο υπάρχουν πολλοί πελάτες, όταν μπαίνει ο Λάμπρος και κάθεται
Εφημεριδοπώλης 2: Εφημερίδες.. ο Βενιζέλος επικεφαλής της Εθνικής Άμυνας: Εφημερίδες… Ο Βενιζέλος στη Θεσσαλονίκη.. Η χώρα με δύο κυβερνήσεις…
Πελάτες: (φωνάζοντας) Βενιζέλος.. Βενιζέλος Να φύγει ο βασιλιάς!
(ο Λάμπρος, που είναι βασιλικός, εκνευρίζεται)
Λάμπρος: Α, ρε! Είστε Έλληνες εσείς οι Βενιζελικοί, που θέλετε να διώξετε το βασιλιά μας; Αλλά πού θα πάει; «Ο βασιλιάς μας πάλι θα ζώσει το σπαθί και θα σφάξει Αγγλογάλλους και Βενιζελικούς μαζί»
(γίνεται φασαρία… βγαίνουν μαχαίρια.. τους διακόπτει ο εφημεριδοπώλης)
Εφημεριδοπώλης 1: Ιούνιος του 1917! Εφημερίδες… Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποχωρεί. Νέος βασιλεύς των Ελλήνων ο Αλέξανδρος!
Εφημεριδοπώλης 2: Ο Αλέξανδρος στηρίζει το Βενιζέλο…
Ο Βενιζέλος στην Αθήνα και την εξουσία…
(οι πελάτες χειροκροτούν επευφημώντας το Βενιζέλο, ο Λάμπρος φεύγει και το τραγούδι αρχίζει)
Χορωδία: «Τα παιδιά της Άμυνας
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
Παραδοσιακό – διασκευή: Σταύρος Ξαρχάκος
Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία,
που έδιωξ’ από την Αθήνα τα θηρία,
που έδιωξε βασιλείς και βουλευτάδες
τους ψευταράδες και τους μασκαράδες.
Και στην Άμυνα εκεί, όλοι αξιωματικοί.
Πολεμάει κι ο Βενιζέλος, που αυτός θα φέρει τέλος
και ο κάθε πατριώτης θα μας φέρουν την ισότης.
Η Παναγιά, που στέκει στο πλευρό μας,
δείχνει το δρόμο στο νέο στρατηγό μας,
τον ήρωα της Εθνικής Αμύνης,
που πολεμάει και διώχνει τους εχθρούς.
Της Αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά
και του ’δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του
τον περίδρομο να τρώει με το ξένο του το σόι.
Έλα να δεις σπαθιά και γιαταγάνια,
που βγάζουν φλόγες και φτάνουν στα ουράνια
εκεί ψηλά, ψηλά στα σύνορά μας
τρέχει ποτάμι το αίμα του εχθρού.
Της Αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά!
Της Αμύνης το καπέλο έφερε το Βενιζέλο,
της Αμύνης το σκουφάκι έφερε το Λευτεράκι.
13η σκηνή: «Ελπιδοφόρο μέλλον»
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ: Στο καφενείο έχουν μπει από το προηγούμενο τραγούδι οι Λενιώ το Μαρικάκι και η Βούλα. Μπαίνουν οι τσιγγάνες…
Τσιγγάνα 1: (τραγουδά) «Ατσιγγάνα με φωνάζουν, βρε, ατσιγγάνα με φωνάζουν, ατσιγγάνα με φωνάζουν, γυφτοπούλα μ’ ονομάζουν».
Μοίρες, μοίρες… Γεια σας μπρε ομορφούλες! Ελάτε να σας πω τη μοίρα σας, να σας πω το ριζικό σας. Ασημώστε και σας έχω καλά μαντάτα!
Βούλα: (αγωνιά) Τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα, πάρτε και ρίχτε τα χαρτιά και πείτε μου κι εμένα: Εμένα ο Στέλιος θα γυρίσει ή με έχει λησμονήσει; Έφυγε και με άφησε με τον καημό στα στήθια. Τσιγγάνες, μη φοβόσαστε! Πέστε μου την αλήθεια!
Μαρικάκι: Κι εμένα ο Μπάμπης μου τι κάνει εις την Πόλη; Τον πήρε μια γκιουζέλ χανούμ; Γιατί έτσι λένε όλοι! Είναι, μου είπαν όμορφη, έχει πολλά προσόντα. Έχω ελπίδες; Πέστε μου! (πονηρά) Ή να στραφώ στον Νώντα;
Λενιώ: Κι εμένα ο Γεράσιμος, που μ’ άφησε στους δρόμους; Και τι θα κάνω μόνη μου χωρίς τους ιπποκόμους; Ποιος θα μου παίρνει τώρα πια καινούργια σκουλαρίκια; Αχ, πέστε μου, τσιγγάνες μου: Θα τρώω όλο ραδίκια;
Τσιγγάνα 2: Σιγά-σιγά, βρε κλώσες! Θα μας φάτε… Για να ιδώ! Στο δρόμο είναι όλοι, μπρε. Έρχονται να σας βρούνε. Εσείς τι ενομίσατε πως δεν σας αγαπούνε;
Μακριά σας και αν έμειναν, σκληρά κι αν σας φερθήκαν, το νου τους μα και την καρδιά πάντα σε σας τον είχαν.
Άιντε, λοιπόν, πηγαίνετε ευθύς να στολιστείτε! Τα δύσκολα περάσανε κι όλες θα ευτυχείτε!
Όλες μαζί: Ζήτω! Ορχήστρα, παίξε για τις τσιγγάνες μας και τα καλά τα νέα!
Χορωδία: «Γαρύφαλλο στ’ αυτί»
ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ ΣΤ’ ΑΥΤΙ
στίχοι: Αλέκος Σακελάριος μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Γαρύφαλλο στ΄ αυτί και πονηριά στο μάτι
η τσέπη άδεια πάντοτε, μα η καρδιά γεμάτη.
Γαρύφαλλο στ’ αυτί και ποιος θα σου τ’ αρπάξει
σφιχτή γροθιά το στήθος σου, που σκίζει το μετάξι.
Χτύπα τα πόδια, τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα.
Τσιγγάνα τουρκογύφτισσα, χτύπα τα πόδια, τσίφτισσα.
……………………………………
Γαρύφαλλο στ’ αυτί και στα μαλλιά μαντίλι
είναι το στόμα σου δροσιά, είναι φωτιά τα χείλη.
Γαρύφαλλο στ’ αυτί, στο στόμα το τσιγάρο
πού είναι το τσαντίρι σου, για να ’ρθω να σε πάρω.
Φέρε μια βόλτα, τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα.
Τσιγγάνα τουρκογύφτισσα, φέρε μια βόλτα, τσίφτισσα.
14η σκηνή: «Αποχαιρετισμός»
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ: Σιγά- σιγά το καφενείο αδειάζει και μπαίνει ο Θωμάς
Θωμάς: (μονολογώντας) Νύχτωσε! Πάλι μόνος έμεινα. Τέρμα οι μάγκες, τέρμα τα όνειρα, τέρμα η μπέσα.
Το ημερολόγιο στον τοίχο γράφει κιόλας 20…….μ.Χ. και η ιστορία καλπάζει σαν ένα άλογο, που δε θα ξαναδούμε.
Το καφενείο μου θα κλείσει και θα γίνει ορθάδικο.
Κι εγώ, αντί για καμιά ρακί, θα κερνώ βότκα σφηνάκι.
Η αλήθεια είναι ότι πάντα φοβόμουν τις μεγάλες αλλαγές.
Τουλάχιστο, το σήμερα κρύβει μέσα του κάτι από το χτες;
Τι λέτε κι εσείς, βρε παιδιά;
Χορωδία: «Ό,τι κι αν πω, δεν σε ξεχνώ»
Ο,ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΩ ΔΕΝ ΣΕ ΞΕΧΝΩ.
στίχοι-μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ και μπρος την πόρτα σου περνώ
και λέω λόγια μαγικά με το μπουζούκι μου γλυκά.
Λέω με δάκρυα και καημό κι ένα πικρό αναστεναγμό
πως πάντα λιώνω και πονώ για σε μικρό μελαχρινό.
Έχουν σωπάσει τα πουλιά και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σου φέρνει ο άνεμος γλυκά τα λόγια μου τα μαγικά.
………………………………
(τα παρακάτω λόγια τα πρόσθεσα εγώ στο τραγούδι, προκειμένου να κλείσουμε μ’ αυτά την τελετή λήξης μαθημάτων του σχολείου μας το 2002)
Κι εδώ στο τέλος της βραδιάς ήρθ’ η στιγμή πια και για μας
να χωριστούμ’ απ’ το σχολειό με ένα « γεια » οριστικό
τώρα, που κλείνει το σχολειό τ’ αντίο λέμε το στερνό.
Γεια σου, σχολειό μου, σ’ αγαπώ, σε χαιρετώ με σεβασμό
τώρα ανοίγω τα φτερά μπροστά η ζωή χαμογελά
τώρα ανοίγω τα φτερά για να πετάξω πιο ψηλά
Του Χρήστου Γαμβρέλλη δάσκαλου του 2ου Δημοτικού Σχολείου Κω