Σκηνή 1η «Κως: Στα Αρχαία χρόνια»
1ος Αναγνώστης: Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη… Δως της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει…..
2ος Αναγνώστης: Μόνο που εμείς δεν θα σας πούμε παραμύθι, κυρίες και κύριοι. Αυτό που θέλουμε είναι να κάνουμε μαζί σας ένα μεγάλο ταξίδι στο χρόνο.
1ος Αναγνώστης: Ένα ταξίδι τόσο μακρινό και με ένα τέτοιο τρόπο, που δύσκολα θα ξεχωρίσει κάποιος το αληθινό απ’ το φανταστικό, την ιστορία από το μύθο.
2ος Αναγνώστης: Και θα το κάνουμε με πολλή αγάπη και σεβασμό για τους προγόνους και τον τόπο μας.
1ος Αναγνώστης: Έτσι, για να τον γνωρίσουμε καλύτερα, βρε αδερφέ…
2ος Αναγνώστης: Δεν θα ασχοληθούμε όμως με πολέμους και μεγάλα ιστορικά γεγονότα
αλλά με μικρά και καθημερινά.
1ος Αναγνώστης: Ναι, σήμερα ήρωές μας θα είναι οι απλοί άνθρωποι του λαού και οι ταπεινές τους ιστορίες.
2ος Αναγνώστης: Θα αρχίσουμε πηγαίνοντας πίσω στον 5ο αιώνα προ Χριστού.
1ος Αναγνώστης: Βρισκόμαστε στην Κω, την Μεροπίδα όπως την έλεγαν,… ήρωάς μας
2ος Αναγνώστης: (τον διακόπτει) Σσσς! Ο ρόλος μας τελειώνει εδώ. Τώρα αρχίζει ο μύθος…. Φεύγουμε!
(φεύγουν καθώς μπαίνουν ο Ηρακλείδης και η Φαιναρέτη με το γιο τους τον Ιπποκράτη)
Φαιναρέτη: Έλα, Ηρακλείδη, νομίζω ότι είναι η ώρα να μιλήσεις στο γιο μας τον Ιπποκράτη.
Ηρακλείδης: Δίκιο έχεις, Φαιναρέτη! …(στο γιο του) Το λοιπόν, γιε μου, Ιπποκράτη! Είναι ώρα να γνωρίσεις τη γυναίκα που θα παντρευτείς.
Ιπποκράτης: Μα, σεβαστέ μου πατέρα, δεν νομίζεις ότι θα έπρεπε να τη βρω μόνος μου;
Ηρακλείδης: Γιε μου, καταγόμαστε από το γένος των Ασκληπιαδών. Η γυναίκα που θα πάρεις πρέπει να είναι άξιά σου.
Φαιναρέτη: Έχει δίκιο ο πατέρας σου, Ιπποκράτη μου. Εσύ είσαι ένας γιατρός. Είσαι εγγονός του Νέβρου και απόγονος του Ηρακλή.. δεν μπορείς να πάρεις όποια να ‘ναι..
Ηρακλείδης: Είναι θέλημα των Θεών να πάρεις τη γυναίκα που θα σου πούμε.
Ιπποκράτης: Οι γυναίκες, όπως και οι αρρώστιες πατέρα, δεν είναι σταλμένες από τους Θεούς, αλλά κάτι φυσικό και ανθρώπινο.
Ηρακλείδης: (ανήσυχος) Σαν να την έχεις κιόλα έτοιμη, μιλάς, Ιπποκράτη…..
Ιπποκράτης: Σωστά μάντεψες, πατέρα! την γυναίκα που θα πάρω τη λένε Αβλαβία..
Φαιναρέτη: Αβλαβία; Μα ποια είναι; Δεν νομίζω να την ξέρω..
Ηρακλείδης: Ούτε κι εγώ.. μα πώς είναι;
Ιπποκράτης: Πώς να είναι; Σαν μια γνήσια Κώα: Ψηλή, μελαχρινή, σιγανοπερπάτητη και χαμηλοβλεπούσα
Φαιναρέτη: Αχ, καλέ, αυτό μου θυμίζει ένα τραγούδι που θα πει η κυρία Άννα Καραμπεσίνη μετά από 2500 χρόνια….
Ιπποκράτης: Αυτό ακριβώς: Το «Μελαχρινό»
ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ
Είδος: «Ίσιος» ή «σι(γ)ανός» χορός που συνδέεται με σούστα και πήρε το όνομά του από τη «μαντινάδα» με την οποία τραγουδιέται.
Μελαχρινό, μελαχρινό μου, μελαχρινό με τις ελιές
και με τα μαύρα μάτια
Όπου ραΐ, μελαχρινό μου, όπου ραΐζεις τις καρδιές
και κάνεις τες κομμάτια
Ψηλόλιγνο μελαχρινό μου, ψηλόλιγνό μου γιασεμί,
σάξου και κάμε αέρα
Αχ, σιγανο, μελαχρινό μου, αχ, σιγανοπερπάτητη
και χαμηλοβλεπούσα,
Αν είχες λι, μελαχρινό μου, αν είχες λίγα πείσματα,
διπλά θα σ’ αγαπούσα.
Η λέξη «μαντινάδα» έχει βενετσιάνικη προέλευση (από το matinata), μόνο στο όνομα όμως, γιατί, αν πάμε πολύ πίσω, στον 3ο π.Χ. αιώνα, θα ακούσουμε τους πρόγονούς μας να τραγουδούν τα «σκόλια» (τραγούδια που έλεγαν οι συνδαιτυμόνες με συνοδεία λύρας στο τέλος του συμποσίου).
Στα βυζαντινά χρόνια μέχρι το 14ο μ.Χ. αιώνα κυριαρχούν τα «ακριτικά» και οι «παραλογές» με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο ανομοιοκατάληκτο στίχο, για ακολουθήσει η εποχή της Φραγκοκρατίας κατά την οποία προστίθεται στο στίχο η ομοιοκαταληξία (ρίμα), που πήραμε από τους Φράγκους και να δημιουργηθεί έτσι η νεότερη μουσική μας παράδοση με τις διάφορες ονομασίες της μαντινάδας
(«Λιανοτράγουδα» (Πόντος, στεριανή Ελλάδα), «Τσακώματα» (Κρήτη),
«Πεισματικά» (Κάλυμνος), «Τραγούδια» (Κως, Λέρος)).
Σκηνή 2η «Νίσυρος: Η Εξομολόγηση»
3ος Αναγνώστης: Και μπορεί ο Ιπποκράτης μας στην Κω να παντρεύτηκε τελικά την Αβλαβία και να έγινε ο γνωστός μεγάλος γιατρός…
4ος Αναγνώστης: Την ίδια εποχή όμως στη γειτονική Νίσυρο ένας άλλος νέος, ο Διογένης, είχε να λύσει τα δικά του προβλήματα.
3ος Αναγνώστης: Και ήταν τόσο προβληματισμένος που όλη μέρα φυσούσε και ξεφυσούσε.. ούτε ο Πολυβώτης να ήτανε… Αφού, για να καταλάβετε….
4ος Αναγνώστης: Σσσς! Ο ρόλος μας τελειώνει εδώ. Τώρα αρχίζει ο μύθος…. Φεύγουμε!
(φεύγουν καθώς μπαίνουν ο Διογένης, η Πορφυρίς και η Θερμιανή)
Πορφυρίς: Αμάν, μωρέ Διογένη, πώς κάνεις πια έτσι; Ούτε ο Πολυβώτης να ήσουνα!
Διογένης: (ενοχλημένος) Πώς κάνω, Πορφυρίς; Και ποιος είναι δηλαδή αυτός ο κύριος Πολυβώτης; Κανένας σπουδαίος;
Θερμιανή: Μα, καλά, δεν ξέρεις το γίγαντα Πολυβώτη; Απ’ αυτόν πήρε το όνομά του το νησί μας.
Διογένης: (ενοχλημένος) Ναι; Κι εγώ λέω ότι εσύ κάνεις λάθος, Θερμιανή! Άλλωστε το νησί μας το λένε Νίσυρο και όχι ….«Πολυβωτιάδα»!!
Πορφυρίς: Ε, μάθε λοιπόν, κουφιοκεφαλάκη μου, ότι η Νίσυρος σχηματίστηκε κατά τη Γιγαντομαχία.
Διογένης: (απορημένος) Γιγαντομαχία;
Πορφυρίς: (δεικτικά) Η πάλη του Δία και των ολυμπίων Θεών με τους Γίγαντες….
Θερμιανή: Βέβαια! Κι όταν ο Θεός Ποσειδώνας, κυνηγώντας το γίγαντα Πολυβώτη στο Αιγαίο, τον πρόλαβε κοντά στην Κω, έκοψε με την τρίαινά του ένα τμήμα από αυτήν και το έριξε στο γίγαντα.
Πορφυρίς: Ο βράχος λοιπόν αυτός που καταπλάκωσε τον Πολυβώτη ονομάστηκε Νίσυρος
Θερμιανή: Πολύ σωστά, Πορφυρίς! Και από τότε, όποτε ο γίγαντας Πολυβώτης αναστενάζει, το νησί τρέμει….
Πορφυρίς: «Νέω και σύρω» = Νίσυρος. Το κατάλαβες τώρα; Ο μύθος συμβολίζει το ηφαίστειο και τις δονήσεις που ταράζουν το νησί.
Διογένης: Ε, τότε αν δεν θέλετε να κάνω σαν τον Πολυβώτη, πρέπει να με βοηθήσετε…
Θερμιανή: Εμ, αυτό προσπαθούμε τόση ώρα… Λοιπόν, τι θες;
Διογένης: Τι να κάνω με την Αρτεμισία; Πώς να της εκφράσω αυτά που νιώθω;
Πορφυρίς: (απορημένος) Μα τι νιώθεις; Εσύ κάνεις σαν να σε πονά το στομάχι σου…
Διογένης: Όχι, νιώθω την καρδιά μου να χτυπά σαν το ρολόι: Τικ-τακ, τικ-τακ…
Θερμιανή: Ε, τότε είναι πολύ εύκολο: Με ένα τραγούδι!
Διογένης: Ποιο;
Πορφυρίς: Το «Τικ-τακ» ποιο άλλο;
Θερμιανή: Ναι, αλλά υποσχέσου μας ότι θα σταματήσεις τα βογγητά! Εντάξει;
Τικ–τακ
Dm Gm Dm
Τικ-τακ, τίκι-τίκι-τακ, κάνει η καρδιά μου
A Dm A Dm
σαν σε βλέπω να διαβαίνεις.
Dm Gm Dm
Τικ-τακ, τίκι-τίκι-τακ, θέλω, μικρή μου,
A Dm A Dm
να μαντέψω πού πηγαίνεις.
D A D
Θέλω, μικρή μου, να σε ρωτήσω,
A D
φοβούμαι μη σε δυσαρεστήσω,
Gm Dm Gm Dm
όταν με κοιτάς κι όταν μου μιλάς,
αρχίζει της καρδιάς το τικ, τίκι-τίκι-τακ!
Gm Dm A Dm
Έστειλα για να μου φέρουν λουλουδάκια απ’ το χωριό
Gm Dm A Dm
να τα βάλω στο ποτήρι να θαρρώ πως σε θωρώ.
Gm Dm A Dm
Έστειλα για να μου φέρουν λουλουδάκια απ’ το νησί
Gm Dm A Dm
να τα βάλω στο ποτήρι να θαρρώ πως είσ’ εσύ.
F A Gm Dm
Όμορφη Νισυροπούλα, όμορφή μου Νισυριά-Νισυριά,
F A Gm Dm
μου ’χεις πάρει τα μυαλά μου και τη δόλια μου καρδιά-την καρδιά!
Gm Dm A7 Dm
Ελεή-Ελεήστε, χριστιανοί, είμαι μό, είμαι μόνη κι ορφανή…2
D G D
Κόσμον ακούω, κόσμο δε βλέπω μες το σκοτάδι παρακαλώ.
Σκηνή 3η «Αστυπάλαια: ο Αθθίκος »
5ος Αναγνώστης: Εμείς δεν ξέρουμε βέβαια, αν ο Διογένης την έκανε την εξομολόγησή του με το «Τικ-Τακ».
6ος Αναγνώστης: Αν την έκανε όμως, σίγουρα θα πέτυχε το σκοπό του…
5ος Αναγνώστης: Στην Αστυπάλαια όμως….
6ος Αναγνώστης: την « Ιχθυόεσσα», όπως την έλεγαν οι Ρωμαίοι, ένας άλλος νέος, ο Κλεομήδης, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα.
7ος Αναγνώστης: Α, ναι, πρέπει, βέβαια, να σας πούμε ότι τα χρόνια πέρασαν. Μετά τους Ελληνιστικούς χρόνους με τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου ήρθε η περίοδος της Ρωμαιοκρατίας και, γύρω στα 1204….
5ος Αναγνώστης: Κύριοι του νησιού έγιναν οι Βενετοί με την οικογένεια Quirini.
6ος Αναγνώστης: Οι Βενετοί, λοιπόν, όπως έκαναν και στην Κω, έχτισαν ένα μεγάλο κάστρο.
7ος Αναγνώστης: Στόχος τους ήταν να προφυλάξουν την Αστυπάλαια από τους πειρατές. Το κάστρο όμως αυτό, δημιουργούσε προβλήματα.
5ος Αναγνώστης: Ε, ναι, διότι το περίφημο κάστρο έχει κλειδιά και κλειδώνει μέσα τις όμορφες κόρες του νησιού.
7ος Αναγνώστης: Σσσς! Ο ρόλος μας τελειώνει εδώ. Τώρα αρχίζει ο μύθος…. Φεύγουμε!
(μπαίνουν οι Κλεομήδης, η αδελφή του Σοφία και ο Διονύσιος)
Σοφία: (με υπονοούμενα) Ωραία ήταν η λειτουργία σήμερα! Έτσι δεν είναι Κλεομήδη;
Κλεομήδης: Γιατί; Έχει ωραίες και άσχημες λειτουργίες, μωρέ Σοφία;
Σοφία: Όχι! Αλλά σήμερα ήταν στην εκκλησία και η Ανθή του Μάρκου. Συνέχεια αυτήν κοιτούσες…..
Διονύσιος: Αμάν, φίλε μου, κι άμα σε πιάσουν τα αδέλφια της, κάηκες..
Κλεομήδης: Σταμάτα κι εσύ, μωρέ Διονύσιε! Σαν τι μπορώ να κάνω δηλαδή;
Διονύσιος: Να την ζητήσεις από τον πατέρα της. Τι άλλο;
Σοφία: Αυτό ξεχάστε το! Ο Μάρκος δεν θα τη δώσει σε φτωχό.
Διονύσιος: Ε, τότε κλέψε την.
Κλεομήδης: Εύκολο είναι να το λες. Το ξέρεις ότι το σπίτι τους είναι σαν στο κάστρο;
Διονύσιος: (με υπονοούμενα) Ε, τότε δεν πειράζει… Άλλωστε «κάθε εμπόδιο σε καλό»!
Σοφία: Τι εννοείς, Διονύσιε;
Διονύσιος: Ε, να! Άκουσα πως η Ανθή του Μάρκου είναι πολύ δυναμικός άνθρωπος, ενώ ο Κλεομήδης μας είναι φαίνεται πως είναι φοβητσιάρης.
Κλεομήδης: Ωραία, λοιπόν είμαι! Τι θες να πεις δηλαδή;
Διονύσιος: Ε, να! Φοβάμαι ότι αν την πάρεις τελικά την Ανθή, μετά δεν θα σε φωνάζουμε Κλεομήδη αλλά ….Αθθίκο.
Σοφία: Κι εγώ λέω να αφήστε τα αστεία! Νομίζω ότι βρήκα τη λύση: Απόψε κιόλας ο Κλεομήδης θα της κάνει καντάδα. Μόνο έτσι θα μάθουμε τι θέλει η ίδια.
Κλεομήδης: Μα, δεν έχω ωραία φωνή… ο κύριος Χρήστος δεν με βάζει στη Χορωδία..
Σοφία – Διονύσιος: Καντάδα, κύριε Αθθίκο, καντάδα…..
Το κάστρο της Αστροπαλιάς
Em (A E Bm Em)
Το κάστρο της Αστροπαλιάς έχει κλειδιά κλειδώνει
D A Bm A Bm
Τούρνα, τούρνα, τούρνα, έχει κλειδιά κλειδώνει,
Em (A E Bm Em)
έχει κοπέλες όμορφες, μα δεν τις φανερώνει.
D A Bm A Bm (E Bm E Bm)
Τούρνα, τούρνα, τούρνα, μα δεν τις φανερώνει.
Αστυπαλιά, καλό νησί, δεν λέω το κακό σου,
Τούρνα, τούρνα, τούρνα, δεν λέω το κακό σου,
γιατί πατώ το χώμα σου και πίνω το νερό σου
Τούρνα, τούρνα, τούρνα, και πίνω το νερό σου
Να ’χα νερό από το Μουρά, σταφύλι απ’ το Λιβάδι
Τούρνα, τούρνα, τούρνα, σταφύλι απ’ το Λιβάδι
κι ένα κλαδί βασιλικό από τον Αϊ-Γιάννη
Τούρνα, τούρνα, τούρνα, από τον Αϊ-Γιάννη!
Σκηνή 5η «Πάτμος: Τα παστικά»
10ος Αναγνώστης: «Ήρθε η ώρα η καλή κρεβάτι να στολίσουν και τα προικιά της νύφης μας κόρες τραγουδήσουν» ακούσαμε στην Πάτμο, το ιερό μας νησί.
11ος Αναγνώστης: Το ‘πε, λοιπόν το μεγάλο ΝΑΙ η μελαχρινή μας καλλονή; «Να μια ακόμα αποκάλυψη» σκεφτήκαμε.
10ος Αναγνώστης: Ώρα για γλέντια, λοιπόν, τρικούβερτα..
11ος Αναγνώστης: Έτσι για να ξεχνιέται και ο πόνος της σκλαβιάς των νησιών μας.
12ος Αναγνώστης: Βλέπετε, τους Βενετούς κατακτητές διαδέχτηκαν γύρω στο 1540 οι Τούρκοι.
10ος Αναγνώστης: Α, …δε θέλω λόγια λυπητερά! Σήμερα έχουμε χαρές! Άιντε, λοιπόν, «και στα δικά μας οι λεύτεροι!»
11ος Αναγνώστης: Μα καλά, πώς έγινε και ο Μάρκος δέχτηκε το γαμπρό;
12ος Αναγνώστης: Σσσς! Ο ρόλος μας τελειώνει εδώ. Τώρα αρχίζει ο μύθος…. Φεύγουμε!
(μπαίνουν οι Μάνα, η κόρη της Ανθή και η Παραμάνα και ο πατέρας Μάρκος)
Μάνα: Κόρη μου ήρθε επιτέλους η μεγάλη ώρα και για σένα. Απίστευτο μου φαίνεται.
Ανθή: Γιατί το λες αυτό, καλέ μάνα; Αφού μέχρι τώρα έχετε παντρέψει και τις άλλες τρεις αδερφές μου.
Μάνα: Ακριβώς γι’ αυτό, κόρη μου: Επειδή ήσασταν πολλές. Αφού να σκεφτείς, όταν γεννήθηκε η πρώτη μας κόρη, οι γείτονες έλεγαν:
Παραμάνα: «Της καλομάνας το παιδί, το πρώτον είναι κόρη»
Ανθή: Είδες, καλή μου Παραμάνα; Ο κόσμος το χάρηκε…
Μάνα: Μετά όμως, που γεννήθηκε και η δεύτερη αδελφή σου….
Παραμάνα: οι γείτονες δεν είπαν τίποτα. Μόνο χαμογέλασαν για παρηγοριά.
Μάνα: Αν πεις δε για τη συνέχεια που γεννήθηκε η τρίτη μας κόρη…
Παραμάνα: Οι γείτονες κρύφτηκαν στα σπίτια γιατί δεν ήξεραν πώς να παρηγορήσουν τον πατέρα σου.
Μάνα: Κι όταν τελικά γεννήθηκες κι εσύ…
Ανθή: Τι είπαν οι γείτονες, καλή μου Παραμάνα;
Παραμάνα: «Ε, τη γρουσούζα τη μάνα! Πάλι κόρη ήκαμε;»
Μάρκος: Ναι, αλλά τώρα όλα πέρασαν, παιδί μου. Ο Κλεομήδης είναι καλό παιδί και θα σε κάνει ευτυχισμένη.
Ανθή: Είναι όμως και λίγο φοβητσιάρης… δεν είναι;
Μάρκος: Ναι, αλλά στάθηκε σαν πατέρας στην οικογένειά του: πάντρεψε πρώτα τις αδερφές του και μετά κοίταξε τον εαυτό του.
Μάνα: Δίκιο έχει ο πατέρας σου κόρη μου.
Ανθή: Ναι, αλλά είναι και φάλτσος. Δεν είναι;
Παραμάνα: Σ’ αυτό συμφωνώ κι εγώ. Αλλά ας είναι αυτό το μόνο κουσούρι του! Άιντε «η ώρα η καλή»!
Παστικό
A Dm A Dm A
Ανοίξατε τις κάμαρες, Ανοίξατε τις κάμαρες,
Dm A Gm A
τα παστικά, Παναγιά μου, τα παστικά να πούμε,
A Dm A Dm A
της νύφης μας και του γαμπρού της νύφης μας και του γαμπρού
Dm A Gm A
πολύ να, Παναγιά μου, πολύ να ευχηθούμε.
A Dm A Dm A
Ήρθε η ώρα η καλή, ήρθε η ώρα η καλή
Dm A Gm A
κρεβάτι να, Παναγιά μου, κρεβάτι να στολίσουν
A Dm A Dm A
και τα προικιά της νύφης, και τα προικιά της νύφης μας
Dm A Gm A
κόρες να, Παναγιά μου, κόρες να τραγουδήσουν
Σκηνή 6η «Τήλος: Οικογενειακό ληξιαρχείο»
13ος Αναγνώστης: Βρισκόμαστε πια στα 1912, τη χρονιά δηλαδή που οι Τούρκοι παραχωρούν τα Δωδεκάνησα σε έναν άλλο κατακτητή, τους Ιταλούς.
14ος Αναγνώστης: Βλέπετε, από κατακτητές ο τόπος μας, άλλο τίποτα: 200 χρόνια οι Ενετοί, 400 οι Τούρκοι και τώρα αρχίζουν οι Ιταλοί.
15ος Αναγνώστης: Εμείς όμως, όπως είπαμε και στην αρχή, θα κοιτάξουμε τα ταπεινά γεγονότα. Γι’ αυτό…
13ος Αναγνώστης: «Αχ, σήμερο γάμος γίνεται, σήμερο παναΰρι», τραγουδούν, έξω φωνή, οι κάτοικοι της Τήλου στο Μεγάλο Χωριό.
14ος Αναγνώστης: Πρόσωπα της ημέρας η νύφη κι ο γαμπρός, χορεύουν περνώντας και ξαναπερνώντας τις «Καμάρες».
15ος Αναγνώστης: Το σπιτικό που θα στεγάσει το ερωτευμένο μας αντρόγυνο, λάμπει και περιμένει να το ξεκουράσει από το πολυήμερο γλέντι του γάμου.
13ος Αναγνώστης Αν μάλιστα πάμε πιο κοντά θα ακούσουμε τη…….
15ος Αναγνώστης: Σσσς! Ο ρόλος μας τελειώνει εδώ. Τώρα αρχίζει ο μύθος…. Φεύγουμε!
Μάνα: Για πες μου, το λοιπόν, γιε μου: τι είναι αυτό το σεντούκι που κρατάς;
Γιος: Το αγόρασα, για να φυλάω το χαρτζιλίκι μου, μάνα. Πήρα και ένα μεγάλο καθρέφτη, όπως μου είπες.
Μάνα: Μπράβο, παλικάρι μου.
Κοπέλι: Φλουριά, της πήρες της νύφης ή σε πιάσανε οι τσιγγουνιές σου;
Γιος: (με επίταση) Και φλουριά πήρα και βέργες κι ένα βραχιόλι.
Κοπέλι: Ναι αλλά δαχτυλίδια πήρες ή …..;
Γιος: Πήρα και δαχτυλίδια… πάψε εσύ!
Μάνα: Και κανένα κάδρο, γιε μου;
Γιος: Μα βέβαια, καλέ μάνα. Πήρα ένα μεγάλο με σκηνή από τον Ερωτόκριτο.
Μάνα: Ωραία! Και τώρα γιε μου πάρε αυτό το εικόνισμα του Αγίου Νικολάου, που έχεις και το όνομά του. Είναι η ευχή η δική μου και του συγχωρεμένου του πατέρα σου.
Γιος: Ευχαριστώ, μάνα…
Μάνα: Αυτό θα είναι το οικογενειακό σου ληξιαρχείο. Πίσω του θα γράφεις όλα τα σημαντικά γεγονότα της οικογενειακής σου ζωής.
Κοπέλι: (πιάνοντας ένα άλλο εικόνισμα) Να, σαν κι αυτό που ‘γραφε ο πατέρας σου:
«1η Σεπτεμβρίου του 1885 στεφανωθήκαμε ο εγώ ο Ζαχαρίας Αλεξίου και η Δήμητρα Χατζημιχαήλ. Στις 18 Ιουλίου του ‘86 γεννήθηκε το παιδί μου Μαρία. Στις 20 Οκτωβρίου του ‘87 το παιδί μου Λαυρεντία. Στις 23 Σεπτεμβρίου του ‘88 το παιδί μου Νικολάκης» εσύ δηλαδή. «Στις 11 Σεπτεμβρίου ‘94 ο Νικολάκης μου πήγε σχολείο. Στις 15 Ιουνίου του ‘95 ο Νικολάκης μου έμεινε στάσιμος, γιατί ήταν κουμπούρας…
Γιος: (αστειευόμενος) Τι λες μωρέ ψεύτη;
Μάνα: Ελάτε! Άστε τα πειράγματα και πάμε για την εκκλησία! Ήρθε η ώρα να γράψεις το δικό σου εικόνισμα, γιε μου. «Η ώρα η καλή»!
Καμάρες
(Παραδοσιακό Τήλου)
Πέρνα καμά- πέρνα καμά…
πέρνα καμάρα σαν περνάς
και πάλαι- και πάλαι και..
πάλε ξαναπέρνα και…
πάλαι- και πάλαι και..
πάλε ξαναπέρνα!
Αχ, σήμερο γα- σήμερο γα..
Σήμερο γάμος γίνεται.
Σημέρο- σημέρο ση…
μέρο παναΰρι ση..
μέρο- σημέρο ση…
μέρο παναΰρι!!
Σκηνή 7η «Ρόδος: Τα παραξυπνήματα»
16ος Αναγνώστης: Μετά από την πρώτη νύχτα του γάμου το μόνο που θέλει ο κάθε άνθρωπος είναι η ησυχία του.
17ος Αναγνώστης: Το ίδιο και το ζευγάρι μας…
16ος Αναγνώστης: Κι όμως!!
17ος Αναγνώστης: Δεν πρόλαβε κακά-καλά να ξημερώσει και κάτι αδιάκριτες και
δυνατές φωνές τους ξυπνούν με τραγούδια.
16ος Αναγνώστης: Σσσς! Ο ρόλος μας τελειώνει εδώ. Τώρα αρχίζει ο μύθος…. Φεύγουμε!
(στη σκηνή μια παρέα φωνάζει στο ζευγάρι που είναι στα παρασκήνια)
Φίλος1: Ξύπνα, νιε και νιόγαμπρε… Ξύπνα και ξημέρωσε
Φίλος2: Ξύπνα και την πέρδικά σου που χυμίζεται κοντά σου
(πίσω από τη σκηνή)
Γαμπρός: Παράτα με να κοιμηθώ, γιατί τον ύπνο αγαπώ.
Φίλος1: Τα πουλάκια κελαηδούνε κι οι ανθρώποι περπατούνε
Φίλος2: Καλημέρα θε να πούμε και στ’ αρχοντικό να μπούμε
Γαμπρός: Παράτα με να κοιμηθώ, γιατί τον ύπνο αγαπώ.
Φίλος1: Ξύπνα κι ήρθεν η Δευτέρα, ξύπνα και την Περιστέρα
Φίλος2: Άνοιξέ μας ή θ’ ανοίξω και την πόρτα θα τσακίσω
Γαμπρός: Παράτα με να κοιμηθώ, γιατί τον ύπνο αγαπώ.
Φίλος1: Φέραμε κότα βραστή, άνοιξε να φας κι εσύ!
Φίλος2: Άνοιξε να φάει η κυρά σου, που θα κάνει τα παιδιά σου
Γαμπρός: Ε, τότε ευθύς θα σηκωθώ, γιατί την κότα αγαπώ
Περάστε στο σπιτάκι μας, να γιάνει το στομάχι μας
ΠΑΡΑΞΥΠΝΗΜΑΤΑ
Cm Dm Cm Dm
Ξύπνα, νιε, ξύπνα, νιε, ξύπνα, νιε και νιόγαμπρε…
F Cm F Cm Dm
ξύπνα, νιε και νιόγαμπρε, ξύπνα και ξημέρωσε!
Ξύπνα και ξύπνα και ξύπνα και την πέρδικά σου
ξύπνα και την πέρδικά σου που χυμίζεται κοντά σου
Καλημέ, καλημέ, καλημέρα θε να πούμε
καλημέρα θε να πούμε και στ’ αρχοντικό να μπούμε.
Άνοιξε , άνοιξε, άνοιξέ μας ή θ’ ανοίξω
άνοιξέ μας ή θ’ ανοίξω και την πόρτα θα τσακίσω
Ξύπνα κι ξύπνα κι ξύπνα κι ήρθεν η Δευτέρα,
ξύπνα κι ήρθεν η Δευτέρα, ξύπνα και την Περιστέρα
Καλορί καλορί καλορίζικα να πούμε
καλορίζικα να πούμε και στ΄αρχοντικό να μπούμε
Σκηνή 8η «Λέρος: ο μισεμός»
18ος Αναγνώστης: Κάπως έτσι γινόντουσαν τα πράγματα και ο καιρός περνούσε
19ος Αναγνώστης: Δεν ήταν όμως όλα ευχάριστα, όπως σας τα λέμε σήμερα.
20ος Αναγνώστης: Τα νησιά μας, βλέπετε, χρειάστηκε να φιλοξενήσουν πολλούς Έλληνες που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή,
19ος Αναγνώστης: Αλλά και να γνωρίσουν τη βαρβαρότητα των Γερμανών, που ήρθαν ως κατακτητές κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου πολέμου.
18ος Αναγνώστης: Ακόμα κι όταν όμως έληξε ο πόλεμος, τα Δωδεκάνησα δεν έγιναν αμέσως Ελληνικά. Έπρεπε, βλέπετε, να τα διοικήσουν πρώτα και οι Άγγλοι σύμμαχοί μας.
Αγόρι– κορίτσι: «Κι ήλθε, επιτέλους, η επτά του Μάρτη,
μέρα δοξασμένη, ιστορική,
που ’κλεισε η μάνα μες στην αγκαλιά της
Δωδεκάνησο μαρτυρική.»
19ος Αναγνώστης: Στις 7 Μαρτίου του 1948, λοιπόν, τα Δωδεκάνησά μας έγιναν και πάλι Ελληνικά.
20ος Αναγνώστης: Η ζωή όμως δεν ήταν και τόσο γενναιόδωρη. Η ανεργία και η απογοήτευση, που τόσους συμπατριώτες μας έστειλα στην ξενιτειά, χτύπησαν και τους ήρωές μας.
18ος Αναγνώστης: Ο νιόγαμπρος νέος μας αποφασίζει κι αυτός να πιει το πικρό φαρμάκι του αποχωρισμού και ξενιτεύεται.
Αγόρι: «Μισεύω, φίλοι κλάψτε με κι εσείς οχθροί χαρείτε
κι εσείς γειτονοπούλες μου τα μαύρα φορεθείτε.
Μισεύω κι όλα τα πουλιά κλαίνε το στερεμό μου
κι ένα πουλί, χρυσό πουλί τον αποχωρισμό μου
20ος Αναγνώστης: Τραγική φιγούρα η γυναίκα του, μένει στη Λέρο και μετρά μία- μία τις μέρες που την χωρίζουν από τον αγαπημένο της.
Κορίτσι: Ξενιτεμένο μου πουλί και ντόπιο μου αεράκι
η ξενιτειά σε χαίρεται κι εγώ πίνω φαρμάκι.
Ξενιτεμένο μου πουλί, έλαβα τη γραφή σου,
στο στήθος μου την έβαλα κι είπα: καρδιά δροσίσου!
ΤΖΙΒΑΕΡI
C G Dm C G C Dm F G C
Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, Τζιβαέρι μου,
FGC
το μοσχολούλουδό μου,
F C Dm
σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά.
Αχ, εγώ ήμουνα που το ’στειλα, Τζιβαέρι μου,
με θέλημα δικό μου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά.
Αχ, ανάθεμά σε, ξενιτιά, Τζιβαέρι μου,
εσέ και το καλό σου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά.
Αχ, που πήρες το πουλάκι μου, το Δυοσμαράκι μου,
και το ’κανες δικό σου
σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά.
Αχ, αν κάποτε στο ύπνο σου, Δυόσμε τρίκλωνε,
αχ, αέρας σε ξυπνήσει,
σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη
αχ, ειν’ ο δικός μου στεναγμός, Τζιβαέρι μου,
και να μην σε φοβίσει,
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μα τι να πω
Σκηνή 9η «Στην ξενιτειά»
21ος Αναγνώστης: Από την πλευρά του ο ήρωάς μας παλεύει με νύχια και με δόντια, για να ορθοποδήσει στην ξενιτιά. Μα σαν πέφτει το βράδυ, η σκέψη του φτερουγίζει. Περνά πέλαγα και ωκεανούς και ψάχνει να βρει την αγαπημένη του.
«Άραγες θα τ’ αξιωθώ του τόπου μου τα μέρη τις ομορφιές της γειτονιάς και το δικό μου ταίρι;» αναρωτιέται και ο καιρός περνά…..
1ος Ξενιτεμένος:
Σε ξένη χώρα μια βραδιά εβρέθηκα στα ξαφνικά
με μια φτερούγα στην καρδιά και με πασπόρτ εργάτη.
Δεν ξέρω πώς να περπατώ και πώς τη γλώσσα να μιλώ
κρατιέμαι να μην τρελαθώ μα τρέμω και κομμάτι.
Ρίχνει και χιόνι δυνατό, μα εγώ δεν έχω ούτε παλτό·
στη χώρα μου το μήνα αυτό γυρνάμε με σακάκι.
Αλλιώς μου τα ’παν στο χωριό εγώ δεν ήθελα να ’ρθω·
μου είπαν θα ‘βρω το χρυσό και βρήκα το φαρμάκι.
2ος Ξενιτεμένος:
Το δρόμο παίρνω τον μακρύ η νύχτα είναι φοβερή
και η βαλίτσα μου ανοιχτή την κουβαλώ στην πλάτη.
Ανοίγει η πόρτα τού μπιστρό, πετάνε έξω έναν ξανθό,
σκύβω στο φως για να τον δω, και βλέπω τον Σταμάτη.
Με πήρε σπίτι ώρα δυο και μου ’βρασε βαρύ γλυκό·
μα εγώ ξεσπάω σε λυγμό και μου ’δωσε ουζάκι.
Αλλιώς μου τα ’παν στο χωριό εγώ δεν ήθελα να ’ρθω·
μου είπαν θα ‘βρω το χρυσό και βρήκα το φαρμάκι.
3ος Ξενιτεμένος:
Την άλλη μέρα στις οχτώ πήγα να δω τ’ αφεντικό·
μα δεν μου άνοιξε να μπω κι είδα τον επιστάτη.
Κι από τις πέντε το πρωί με βάλανε μες στο κελί·
Δευτέρα με Παρασκευή δίπλα σ’ ένα παιδάκι.
Δουλεύω τώρα χρόνια δυο ξέχασα τον μικρό μου γιο
και τη φτερούγα μου μαδώ σε τούτη δω την άκρη.
Αλλιώς μου τα ’παν στο χωριό εγώ δεν ήθελα να ’ρθω·
μου είπαν θα ‘βρω το χρυσό και βρήκα το φαρμάκι.
ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ
Dm F Dm C
Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι κόρην αγαπώ,
κόρην αγαπώ ξαθθή και μαυρομάτα, δώδεκα χρονών.
Δώδεκα χρονών κι ο ήλιος δεν την είδε, μόνο η μάνα της,
μόνο η μάνα της , Κανέλλα τη φωνάζει, Κανελλόριζα.
Κανελλόριζα τα άθθη της κανέλλας, φούντα της μηλιάς,
φούντα της μηλιάς με μήλα φορτωμένη, τ’ άκουσα κι εγώ.
Τ’ άκουσα κι εγώ, πάω να κόψω μήλα, μήλα δεν ήβρα,
μήλα δεν ήβρα και τον καημόν επήρα, πέφτω σ’ αρρωστιά.
Πέφτω σ’ αρρωστιά σε κίντυνο μεγάλο, φέρτε το γιατρό
Σκηνή 10η «Χελιδονίσματα»
22ος Αναγνώστης: Κάμποσα χρόνια πέρασαν από τότε που ο νέος μας έφυγε για πρώτη φορά από το νησί του τη Χάλκη.
23ος Αναγνώστης: Κατά καιρούς ξεμπάρκαρε και επισκεπτόταν τη γυναίκα του. Έγινε πια και ο ίδιος γονιός.
22ος Αναγνώστης: Και κάθε 1η του Μαρτιού αφουγκραζόταν τη θάλασσα μήπως και ακούσει τα παιδιά του να λένε τα χελιδονίσματα στο νησί και να φέρνουν την άνοιξη και το καλοκαίρι.
23ος Αναγνώστης: Είχε κάνει το κομπόδεμά του πια. Καιρός ήταν να βάλει την άνοιξη και στη δική του ζωή.
Χελιδονίσματα
(Κάλαντα 1ης Μαρτίου)
Μάρτη – Μάρτη μου, καλέ και Απρίλη θαυμαστέ
ως ημείς οι μαθητές μαθημένοι είμαστε
ν’ αγοράζουμε εφτά, να πουλούμε δεκαεφτά.
Το κρασί μες το ποτήρι και τα σύκα στο μαντήλι
και τ’ αυγά μες το καλάθι.
Δώσε μας την όρνιθα, μη μας δείρει ο δάσκαλος
κι έχετε το κρίμα μας και την αμαρτία μας.
Χελιδόνι πέμπομε, πάει πέρα κι έρχεται,
φέρνει μας την είδηση πως είναι καλοκαίρι
Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε υγεία να σας δούμε
Τους οίκους σας χαρούμενοι, το Μάρτη να σας πούμε.
Και του χρόνου!
Σκηνή 11η «Ο νταμπλάς»
Ντελάλης:
«Ακούστε τα μαντάτα, ακούστε, χωριανοί!
Εγύρισε ο Νικόλας απ’ την Αμερική,
μα σαν θα πάει σπίτι, ταμπλάς θε να του ‘ρθει
σαν δει την Καλοτίνα την ανεπρόκοπη….»
(η Καλοτίνα χτενίζεται στο βρώμικο σπίτι. Στο δρόμο δυο γειτόνισσες κερνούν τα παιδιά που λένε τα χελιδονίσματα)
Γειτόνισσα 1: Και του χρόνου, παιδιά μου.
Γειτόνισσα 2: Και του χρόνου! Ποιος τη χάρη σας τώρα που ήρθε και ο μπαμπάς, ε; Να του πείτε τα χαιρετίσματά μου!
Παιδιά: Ευχαριστούμε. Και του χρόνου! (φεύγουν)
Γειτόνισσα 1: (με κουτσομπολίστικη διάθεση) Μπα; Γύρισε ο Νικόλας;
Γειτόνισσα 2: Γύρισε αλλά …πού να σου τα λέω! Δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει ο άνθρωπος με τη γυναίκα του…
Γειτόνισσα 1: Ποια την Καλοτίνα; Καλέ, τι τεμπέλα γυναίκα είναι αυτή; …Μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι, βρωμάει το άλλο!
Γειτόνισσα 2: Δίκιο έχεις, «βρεμένο το θέλει το παξιμάδι». ….Και παριστάνει και την Παριζιάνα, η λουσού….
Γειτόνισσα 1: Παιδί μου, «ο ανεπρόκοπος ο άνθρωπος όπου κι αν πάει, ανεπρόκοπος είναι».
Γειτόνισσα 2: Κι όσο για το στόμα της… Παναγία μου, φύλαγε! Και να ‘ταν και καμιά ξύπνια, να το δεχτώ….
Γειτόνισσα 1: Μα τι περιμένεις; «Γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι»
Γειτόνισσα 2: Τέλος πάντων… Εμάς τι μας νοιάζει; «Κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»!
Γειτόνισσα 1: Δίκιο έχεις…. Λοιπόν, όμορφα τα ‘παμε πάλι, Θεμελίνα μου! Να πηγαίνουμε μόνο τώρα, γιατί θ’ αρχίσει η γιορτή του σχολείου όπου να ‘ναι.
Γειτόνισσα 2: Ναι, πάμε!
(φεύγουν και μπαίνει ο Νικόλας, που, βλέποντας την ακαταστασία, μένει εμβρόντητος)
Νικόλας: (αγανακτισμένος) Τι χάλι είναι αυτό, βρε γυναίκα; Θα βρωμίσουμε εδώ μέσα;
Καλοτίνα: Ε, και τι θέλεις να κάνω, Νικόλα μου; Δεν τα προλαβαίνω όλα. Έχω να ασχοληθώ με πάρα πολλά πράγματα:
Πρώτα πρέπει κάνω την πρωινή μου γυμναστική, μετά να κάνω μπάνιο, να βάλω την κρέμα μου, να ντυθώ γρήγορα- γρήγορα, να πάω στην καθιερωμένο καφέ με τις άλλες, να ενημερωθούμε και να κάνουμε την κοινωνική κριτική μας.
Νικόλας: Έτσι λέμε τώρα το κουτσομπολιό; Τουλάχιστον φαΐ έφτιαξες;
Μα σου είπα, άντρα μου! Πού να προφτάσω;
Και ποια είμαι, δηλαδή, εγώ; Καμιά δουλάρα σου; Έπρεπε να κάνω και μανικιούρι πεντικιούρ, να ρίξω μια ματιά στις βιτρίνες, για να ενημερωθώ για τη νέα μόδα, να περάσω από τη μοδίστρα να συζητήσουμε για τις επιδιορθώσεις ( μη με περνούν και για οπισθοδρομική)!!
…Πάντως έχει ψωμί κι ελιές στο τραπέζι. Έπειτα…… δεν ήξερα ότι θα έρθεις….
Νικόλας: Ναι, γιατί άμα το ήξερες, θα έφτιαχνες το μόσχο το σιτευτό… Βρε, αυτό ήτανε: Πάει και τελείωσε…. Δεν θα γίνω ρεζίλι των σκυλιών εγώ! Φεύγω….
Ντιρλαντά
Παραδοσιακό (Κάλυμνος)
Πέντε και τέσσερα εννιά ντα, ντα, ντιρλανταντά
Κι ένα μας κάνουν δέκα ντα, ντα, ντιρλανταντά
Ν’ εγώ ’μαι που παντρεύτηκα ντα, ντα, ντιρλανταντά
Και πήρα μια γυναίκα ντα, ντα, ντιρλανταντά
Οι ψείρες κι οι κονίδες της ήταν τα μόμπιλά της
και οι αράχνες του σπιτιού τ’ αμπελοχώραφά της
Ήταν και μια καματερή, που δεν υπήρχε ταίρι
στις τέσσερις επλάγιαζε κι εξύπνα μεσημέρι
Ω, ντιρλαντά ντιρλανταντά – ντα, ντα, ντιρλανταντά!
Στις δεκαπέντε του Μαρτιού ήβαλε μια μπουγάδα
και την αποτελείωνε τη Μεγαλοβδομάδα
Το βράδυ όταν γύριζα, να την καλησπερίσω,
νερό δεν είχε να πλυθώ, φαΐ για να δειπνήσω
Μ’ επιάσαν τα διαόλια κι έμπηγα τις φωνές μου
«Άντρα μου έχω σου φαΐ Αγρέλες μες το βάζο.
Κάτσε σφαχτομασαίρωσε και πάψε τις φωνές σου
ν’ εγώ δεν είμαι δούλα σου να κάνω τις δουλειές σου»
Κείμενα: Χρήστος Γαμβρέλλης