Θεατρικό “Τα θεόκουλα”

Διανομή ρόλων

  1. Σοφία
  2. Τάσος
  3. Θεοκούλα
  4. Μαρία
  5. Κωνσταντίνα
  6. Σταυρούλα
  7. Κώστας
  8. Κα Βάσω
  9. Τοτός
  10. Σερβιτόρος
  11. Μαρία η άσχημη
  12. Μάνατζερ
  13. Γκιώνης
  14. 2 Ξεν/λος
  15. Μουρμουρίδου
  16. Ιπποκράτης
  1. Ερμής
  2.  Μοναχικός
  3.  Αφροδίτη
  4.  Λάκης
  5.  Κούλα
  6.  Χαράλαμπος
  7.  Πάρις
  8.  Λουΐζα
  9.  Εκπαιδευτής
  10.  1ος κεκές
  11.  2ος κεκές
  12.  Μπάρμαν
  13.  Κινεζάκι
  14.  Ντάλια
  15.  Τζούλια
  16.  Louitzi

Χορωδία: «Ταραντέλα»

Ταραντέλα

στίχοι- μουσική:Διονύσης Τσακνής

                         

                                           Η πόλη μας το βράδυ του Σαββάτου αλλάζει

                                                        τρελαίνει και τρελαίνεται σε κάθε εποχή

                                                       τα φώτα που ανάβουνε στων καραβιών την πλώρη

λιμάνι μιας αλλόκοτης βδομάδας διαδρομή.

Κι είναι συνήθεια παλιά το Σάββατο στην πόλη

κάθε κατεργάρη νοικοκύρη συνταγή

το κόβε, ράβε, ξήλωνε, το κλέψιμο ή το ζόρι

να δίνουνε τη θέση τους στης πόλης τη γιορτή.

Αγνοί κι ανυποψίαστοι στα σπίτια και τους δρόμους

σε έρωτες εφήμερους και σε φτηνό αλκοόλ

πως αύριο είναι Κυριακή, μια μέρα που σκοτώνει,

κανένας δεν το σκέφτεται στης μέθης το ρυθμό.

Κι είναι συνήθεια παλιά………………. 

                   

Και να που το δικαίωμα στο όνειρο τελειώνει,

γυρίζουνε οι σκέψεις στης Δευτέρας τον τροχό

και να που η πολιτεία μας αλλάζει πάλι όψη

και στης ισορροπίας της γυρίζει το σκοπό.

Κι είναι συνήθεια παλιά………………..

1η σκηνή:   «Η Θεοκούλα»

(Τουριστικό μαγαζί.  Ακούγονται βροχή κα κεραυνοί, όταν μπαίνει  η  κα  Σοφία  και  ξεσκονίζει  τραγουδώντας)

Σοφία:  Εγώ  είμ’  η  κυρία  Σοφία, /  που  ξεσκονίζω  και  καθαρίζω

Και τα πάντα θα κάνω να λάμπουν / για τη βραδιά μας  που  ξεκινά….

Τα  παιδιά  θα  μας  πούνε  τραγούδια /  και  ιστορίες  πολύ  αστείες

Κι αφού όλα μια σάτιρα είναι / να μην τα δείτε στα σοβαρά…

Τάσος:  Παλιόκαιρος, Σοφία μου! Όλο το χειμώνα είχε λιακάδες και τώρα που είναι ντάλα καλοκαίρι έπιασε να βρέχει.

Σοφία: Τι να πει κανείς, Τάσο μου! Ο Θεός μας καταράστηκε φαίνεται. (βλέπει έξω μια πελάτισσα που κάτι ψάχνει και μονολογεί) Μα τι κάνει αυτή η γυναίκα μες τη βροχή;

Τάσος: Κυρία μου, ελάτε μέσα, βρέχει!

Θεοκούλα: (μπαίνοντας) …Γιατί, καλέ; …..Έξω τι κάνει;

Τάσος: (Δίνοντας εξηγήσεις) Συγγνώμη! Και βέβαια εννοούσα ότι έξω βρέχει αλλά..

Θεοκούλα: …Αλλά κάνατε λάθος και μου είπατε ότι βρέχει μέσα. …Δεν πειράζει, νεαρέ μου, έχω κατανόηση.

Θεοκούλα: Παρακαλώ, θα ήθελα ένα ζευγάρι γυαλιά.

Τάσος: (απορημένος) Για τον ήλιο τα θέλετε;

Θεοκούλα: Όχι καλέ, για μένα τα θέλω! Άκου του ήλιου!

Τάσος: (κατάλαβε περί τίνος πρόκειται) Α, μάλιστα! Εννοείτε ότι θέλετε γυαλιά για να φορέσετε εσείς και να βλέπετε καλύτερα!

Θεοκούλα: Πάλι λάθος κάνατε! Εγώ μια χαρά βλέπω. Τα θέλω μόνο για να τα φορώ και να μην με βλέπουν οι άλλοι.

Τάσος: Μα, αν τα φοράτε εσείς, πώς δεν θα σας βλέπουν οι άλλοι, κυρία μου;

Θεοκούλα: Α, δεν μου φαίνεστε και πολύ έξυπνος εσείς. Δεν έχετε δει όλους τους σημαντικούς ανθρώπους στην τηλεόραση; Όταν είναι σε αποστολή, βάζουν τέτοια γυαλιά, για να μην τους βλέπουν οι άλλοι.

Σοφία: (ψιθυριστά) Τάσο, άσε καλύτερα!  Δεν νομίζω να βγάζουμε άκρη σήμερα, μόνο έλα να δούμε πώς θα γλιτώσουμε!  (στη Θεοκούλα ευγενικά) Πείτε μου, κυρία μου! Είστε παντρεμένη;

Θεοκούλα: Ποιος, εγώ;

Σοφία: (κάπως ενοχλημένη) Μα και βέβαια εσείς. Είστε παντρεμένη;

Θεοκούλα: ….Είμαι!

Σοφία: (εκνευρισμένος) Με ποιον;

Θεοκούλα: ….Με το άντρα μου.

Σοφία: (πολύ εκνευρισμένη) Μα, με άντρα θα είστε παντρεμένη, κυρία μου! Ξέρετε κανέναν που να είναι με γυναίκα;

Θεοκούλα: Και βέβαια ξέρω: …Τον αδερφό μου! Είναι παντρεμένος με την Πίτσα. Τάσος: (πυροσβεστικά) Καλά, καλά, δεν πειράζει, κυρία μου. Ας ξεχάσουμε τον άντρα σας, τον αδερφό σας…

Θεοκούλα: Την  Πίτσα;

Τάσος: (με κατανόηση)…και την κυρία Πίτσα!  Το ονοματάκι σας;

Θεοκούλα:  …..

Τάσος: (ανυπόμονα) Λέω! Το ονοματάκι σας;

Θεοκούλα: Καλέ εσείς δεν είπατε να το ξεχάσουμε;

Τάσος: (νευριασμένος) Δεν είπα να ξεχάσουμε το δικό σας όνομα. Μόνο των άλλων! Εσάς τώρα  σας ρωτώ να μάθω ποιο είναι το όνομά σας!

Θεοκούλα: Α, αυτό εννοείτε; …Θεοκούλα!

Σοφία: (πυροσβεστικά) Ω! τι όμορφο όνομα! Και ποια είναι η δική σας αποστολή, κυρία Θεοκούλα;

Θεοκούλα: Τα θεόκουλα!

Σοφία+Τάσος: Τα ποια;

Θεοκούλα: Τα θεόκουλα, καλέ! Στο Δήμο Ηρακλειδών Κω.

Σοφία: Α, δήμος είναι; Και γιατί τον λέτε θεόκουλα;

Θεοκούλα:  Δεν λέω το δήμο θεόκουλα. «Θεόκουλα»  λέγονται οι γιορτές που κάνει κάθε χρόνο η Παιδική του Χορωδία.

Τάσος: Ναι, όπως είχαμε τα Παναθήναια, τα Ίσθμια…. Τώρα έχουμε τα «Θεόκουλα»

Σοφία: Α, ναι! Κάτι έχουμε ακούσει για τις γιορτές της Χορωδίας αυτής.

Θεοκούλα: Τη φετινή δε, μετά από πρόταση της κυρίας Ευτέρπης και της κυρίας Πόπης, την αφιέρωσαν σε μένα….

Σοφία: (εκνευρισμένη) Α, αυτές φταίνε; (τα μπαλώνει) Εεε, λέω, μπα, και γιατί αυτό;

Θεοκούλα:  Γιατί ενσαρκώνω, λέει, το πνεύμα της φετινής χρονιάς της Χορωδίας.

Τάσος: Μα, ναι, είμαστε σίγουροι…

Θεοκούλα: Άιντε, γεια σας τώρα! Πάω για να αρχίσει η γιορτή…(Βλέπει τον Δήμαρχο) Ω! γεια σας, κύριε Δήμαρχε! Με καλέσατε και ήρθα, για να δω τα «Θεόκουλά» σας. Μπορείτε να αρχίσετε! Καλή επιτυχία!

Χορωδία: «Και ο μήνας έχει εννιά»

 Και ο μήνας έχει εννιά

στίχοι: Γιώργος Τζαβέλλας    μουσική: Μιχάλης Σογιούλ

Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την γλεντήσουμε

τι θα καταλάβουμε τι θα καζαντίσουμε

Μες στον ψεύτικο ντουνιά

παίξε μου διπλοπενιά, παίξε μου διπλοπενιά

και ο μήνας έχει εννιά

Πόσο ζει ο άνθρωπος κοίτα παρατήρησε

μέχρι τα σαράντα του κι ύστερα μπατίρισε

Μες στον ψεύτικο………

Τη ζωή σου γλέντησε πριν να ‘ρθουν γεράματα

και σου λένε άδικα μάθε γέρο γράμματα

Μες στον ψεύτικο………

Στου διαβόλου τα ‘γραψα όλα το κατάστιχο

και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο

Μες στον ψεύτικο………

2η σκηνή: «Μάνα είναι μόνο μία»

(στο δρόμο τρία παιδιά γράφοντας στα τετράδιά τους..)

Μαρία: Ελάτε, παιδιά! Γρήγορα, αργήσαμε!

Κώνσταντίνα: Ναι, μην πάθει και τίποτα η κυρία Γλώσσα, αν αργήσουμε και λιγάκι.

Σταυρούλα: Η κυρία Γλώσσα μπορεί να μην πάθει τίποτα, η κυρία Βάσω όμως κάτι θα πάθει. Θα της ανάψουν τα λαμπάκια. Γι’ αυτό τρέχετε.

Κώστας: Ναι, και για να μην της ανάψουν αυτής τα λαμπάκια εμείς πρέπει να γράφουμε και να τρέχουμε;

Μαρία: Εμ, γίνεται κι αλλιώς; Η κυρία Βάσω είναι πολύ αυστηρή….(μπαίνουν η κυρία Βάσω με κάμποσα παιδιά του τμήματος)  Ωχ, η κα Βάσω!!

κα Βάσω: Α, εδώ είστε πουλάκια μου; Έφαγα τον κόσμο να σας βρω στην προσευχή.

Κώνσταντίνα: (ψιθυριστά) Αρχίσαμε!!!

Σταυρούλα: (φοβισμένα) Ξέρετε κυρία καθυστερήσαμε λιγάκι επειδή….

κα Βάσω: Καλά, καλά, δεν πειράζει. Μου τα λέτε αργότερα.

Κώνσταντίνα:(ψιθυριστά) Δόξα το Θεό, σε καλή μέρα την πετύχαμε!

κα Βάσω: Ελάτε τώρα, παιδιά μου, να κάνουμε μάθημα!

Κώνσταντίνα: (ψιθυριστά, μουντζώνοντας τον εαυτό του) Τι ήθελα και μίλαγα;

Σταυρούλα: Μα, εδώ έξω, κυρία;

κα Βάσω: Ε, ναι! Τι να κάνουμε; Αφού επιδιορθώνουν την τάξη μας, τι άλλο μας μένει;

Κώνσταντίνα: Να κλείσουμε το σχολείο για καλοκαίρι και να πάμε για μπάνια!!

 κα Βάσω: Για πρόσεχε το χιούμορ σου, Κώστα! Λοιπόν, σας ακούω! Τι είχαμε;

Σταυρούλα: Είχαμε να γράψουμε μία έκθεση που να τελειώνει με τη φράση: «Μάνα είναι μόνο μία».

κα Βάσω: Ωραία! Ποιος θα μας πει; (σηκώνονται πολλά χέρια)

Τοτός: Κυρία, κυρία, να πω;

κα Βάσω: Όχι εσύ ,Τοτέ, δεν σου έχω εμπιστοσύνη…..   Λέγε εσύ Πόπη!

Μαρία: «Κάθε μέρα που ξυπνώ τη μανούλα μου αντικρίζω

κι όταν νιώθω πως πονώ κι όταν νιώθω να δειλιάζω,

στην μανούλα μου ακουμπώ στην αγκάλη της φωλιάζω.

Η μορφή της θεϊκή μεταφέρει τη γαλήνη

στα όνειρά μου να σταθεί δίπλα τρέχει με μανία να μου συμπαρασταθεί.

Μάνα είναι μόνο μία!

κα Βάσω: Μπράβο, Πόπη! Ο ρυθμός σου βέβαια πάσχει κάπως, αλλά πήγες πολύ καλά. Άλλωστε, (όλοι μαζί) «η προσπάθεια μετράει». Μπράβο!  Άλλο παιδί;  (σηκώνονται πολλά χέρια)

Τοτός: Κυρία, κυρία, να πω;

κα Βάσω: Όχι εσύ ,Τοτέ, δεν σου έχω εμπιστοσύνη…..   Λέγε Λίτσα!

Σταυρούλα: «Όταν  με  πρωτοπήρες  αγκαλιά, ένιωσα  πως  ο  κόσμος  όλος  ήταν  δικός  μου.

Όταν  πρωτομίλησα,  μου  απάντησες.

Όταν  πρωτοπερπάτησα,  με  στήριξες.

Όταν  μου  πρωτογιάτρεψες  την  πληγή,  νόμισα  πως  έγινα  αθάνατη.

Πόσο  μεγάλη,  άραγε,  είναι  η  αγάπη  σου;

Πόσο  σπουδαία  είμαι  εγώ  για  να  την  αξίζω;

Μία είναι η απάντηση: Μάνα είναι μόνο μία!»

κα Βάσω: Μπράβο, Λίτσα! Έπιασες ακριβώς το νόημα της φράσης. Συγχαρητήρια! Αν και……. (όλοι μαζί) «η προσπάθεια μετράει». Μπράβο!  Άλλο παιδί;  (σηκώνονται πολλά χέρια)

Τοτός: Κυρία, κυρία, να πω;

κα Βάσω: Όχι εσύ ,Τοτέ, δεν σου έχω εμπιστοσύνη…..

Τοτός: Μα, κυρία, όλο αυτό μου λέτε πια…. Εγώ πότε θα πω μάθημα;

κα Βάσω: Εντάξει λοιπόν, σ’ ακούμε. Πρόσεχε όμως μην πεις καμιά σαχλαμάρα. Εντάξει;

Τοτός: Εχθές το βράδυ είχαμε στο σπίτι σουαρέ.

Κόσμος χοντρός μαζεύτηκε και ήταν πεινασμένος.

Πώς θα χορτάσουν; Σκέφτηκα, πώς τρώνε αυτοί, μωρέ;

Μα αμέσως το κατάλαβα πως βγήκα γελασμένος

αφού η μαμά μου φρόντισε τίποτα να μην λείπει

από αγριογούρουνο μέχρι κοκόρου λίπη.

κα Βάσω: (Κάπως βιαστικά) …Γι’ αυτό… μάνα είναι μόνο μία!

Τοτός: Όχι, έχει κι άλλο!….

κα Βάσω: …Ναι, αλλά τελείωνε!

Τοτός: Κι αφού καταβροχθίσανε όλα τα κρέατά μας

και αφού μετά ρευτήκανε κι είπανε στην  υγειά μας

η μάνα παρακαλετά μου λέει: «Άιντε, γιε μου,

εις το ψυγείο πήγαινε, δροσάτε άγγελέ μου,

και φέρε μας στα γρήγορα σ’ όλους από μια σόδα

για να την πιούμε γρήγορα, να τα χωνέψουμε όλα!

κα Βάσω: (βιαστικά) …Γι’ αυτό… μάνα είναι μόνο μία!

Τοτός: Όχι, έχει κι άλλο!….

κα Βάσω: (βιαστικά) …Ναι, αλλά τελείωνε!

Τοτός: Κι εγώ είδα κι απόειδα πως έπρεπε να πάω

όσο και αν δεν το ήθελα δουλειά καμιά να κάνω.

Μ’ ένα και δύο βήματα εις το ψυγείο φτάνω

κι ανοίγοντας την πόρτα του, το χέρι μέσα βάνω

τις κρύες τις σοδίτσες μας γρήγορα για να πιάσω

σ’ όλους τους καλεσμένους μας ευθύς να τις κεράσω.

κα Βάσω: (Πολύ βιαστικά) …Γι’ αυτό… μάνα είναι μόνο μία;;;;

Τοτός: Όχι, έχει κι άλλο!….

κα Βάσω: (αγχωμένη) …Ναι, αλλά τελείωνε!

Τοτός: Όμως, αλίμονο, και φευ, όλες είχαν τελειώσει

αφού οι καλεσμένοι μας τις είχαν αποσώσει.

Όλες εκτός από τη μια που ήταν σφηνωμένη

εις του ψυγείου τη γωνιά, μόνη και ξεχασμένη…

κα Βάσω: (τον διακόπτει πολύ νευριασμένη) Ε, τώρα τι να σου πω; Σε είχα προειδοποιήσει να μην γράψεις σαχλαμάρες! Τι σχέση έχουν, μωρέ, οι σόδες σου με το θέμα μας;

Τοτός: Έχουν κυρία! Έχουν!

κα Βάσω: (ειρωνικά) Μπα κι από πού βγαίνει αυτό;

Τοτός: Κυρία, ακούστε τη συνέχεια και θα καταλάβετε!

κα Βάσω: (απογοητευμένη) Έστω! Αλλά τελείωνε επιτέλους!

Τοτός: …..και βρέθηκα σε δίλημμα μεγάλο και τρανό

αφού κι εγώ δεν ήξερα ποιο ήταν το σωστό:

να την αφήσω εκειδά που ήταν ξεχασμένη

ή να την πάω της μαμάς που ήταν διψασμένη;

Κι ευθύς γυρνώ στη μάνα μου και την κοιτώ ευθεία

και με τρεμάμενη φωνή λαλώ: Μάνα, είναι μόνο μία!!!!

κα Βάσω: (τρελαμένη) Θα με τρελάνεις, παιδί μου;

Τοτός: Ε, αφού μία ήταν η σόδα, καλέ κυρία! Τι φταίω εγώ;

Λίτσα: Μην τον μαλώνετε καλέ κυρία! Άλλωστε, όπως λέτε κι εσείς …..

(όλοι μαζί) «η προσπάθεια μετράει».

Χορωδία: «Κάθε τρελό παιδί»

Κάθε τρελό παιδί

στίχοι-μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Κείνο το πρωί του είπα καλημέρα      α        α           α

Κάθε τρελό παιδί έχει στο χέρι

φιλί της Παναγιάς κι ένα μαχαίρι

κι η μάνα του δεν τραγουδά

κι η μάνα του δεν τραγουδά.

Κάθε που σφάζονται δυο περιστέρια

η νύχτα καίγεται στα δυο του χέρια

και το κορίτσι δεν μιλά,

και το κορίτσι δεν μιλά

3η σκηνή:  «Μαρία η άσχημη»

(μπαίνει μια γυναίκα στο μπαρ και είναι κλαμένη)

Σερβιτόρος: Κυρία μου, τι συμβαίνει; Τι έχετε;

Μαρία η άσχημη: Άστε, καλέ μου κύριε, άστε με στον πόνο μου!

Σερβιτόρος: Μα, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, καλή μου κυρία. Νιώθω ότι πρέπει να σας βοηθήσω. Πείτε μου σας παρακαλώ το όνομά σας!

Μαρία η άσχημη: Μαρία η άσχημη.

Σερβιτόρος: Ωραίο όνομα! ……..Δεν είναι δυνατόν όμως να σας βλέπω να κλαίτε! Πείτε μου, τι έχετε;

Μαρία η άσχημη: Να, ο οδηγός του λεωφορείου δεν βλέπει καλά!

Σερβιτόρος: Ε, κι εσάς τι σας νοιάζει; Συγγενής σας είναι;

Μαρία η άσχημη: Όχι, αλλά με νοιάζει διότι μπήκα κι εγώ στο λεωφορείο του.

Σερβιτόρος: Και γιατί λέτε ότι δεν βλέπει καλά; Μήπως τράκαρε;

Μαρία η άσχημη: Όχι!

Σερβιτόρος: Μήπως σας παρενόχλησε σεξουαλικά;

Μαρία η άσχημη: Τι εννοείτε;

Σερβιτόρος: Λέω, μήπως σας …..(δείχνει το φλερτ με κινήσεις)

Μαρία η άσχημη:  Όχι! …Όχι!

Σερβιτόρος: Α, μάλιστα! (μονολογώντας) Άρα, δεν ήταν στραβός!

Μαρία η άσχημη: Τι είπατε;

Σερβιτόρος: Λέω ότι τότε δεν καταλαβαίνω γιατί κλαίτε!

Μαρία η άσχημη: Ε, να κλαίω γιατί μόλις ανέβηκα εγώ και ανέβασα και το καροτσάκι, γυρνά και μου λέει..

Σερβιτόρος: Τι σας λέει;

Μαρία η άσχημη: Μου λέει..: «Καλέ, τι άσχημο μωρό είναι αυτό»; (κλαίει)

Σερβιτόρος: Α, τώρα κατάλαβα!.. (με αποτροπιασμό) Κυρία μου, έχετε δίκιο! Ο απαίσιος, ο …ρατσιστής αυτός οδηγός σας προσέβαλε.

Μαρία η άσχημη: Ναι, γι’ αυτό κλαίω!

Σερβιτόρος: Κυρία μου, Δεν πρέπει όμως να το αφήσετε να περάσει έτσι.

Μαρία η άσχημη: Μα τι μπορώ να κάνω;

Σερβιτόρος: Να πάτε αμέσως και να του ζητήσετε το λόγο!

Μαρία η άσχημη: Ναι, αλλά πού να τρέχω τώρα με το…..  (του δείχνει το καρότσι με το μωρό)

Σερβιτόρος: Α, αυτό να μην σας στενοχωρεί καθόλου!  Αν θέλετε, σας κρατάω εγώ το μαϊμουδάκι!

Μαρία η άσχημη: (κλαίει γοερά και φεύγει)

Χορωδία: «Κάνε τον πόνο σου χαρά»

 ΚΑΝΕ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΣΟΥ ΧΑΡΑ

στίχοι: Νίκος Γκάτσος   μουσική : Μάνος Χατζιδάκις

Κάνε το δάκρυ σου χαρά

και τον καημό σου του γιαλού μαργαριτάρι

τώρα που η νύχτα λαχταρά

ν’ ανοίξει τ’ όνειρο τα πρώτα του φτερά.

Στου γυρισμού την αμμουδιά

έχω κρυμμένο το παλιό μας το φεγγάρι

να σ’ το χαρίσω μια βραδιά

σαν θα φανείς μεσ’ απ’ των άστρων τα κλαδιά.

Σε καρτερώ  τόσον καιρό να ’ρθεις και πάλι

στην παλιά πηγή

σε καρτερώ  πικρό νερό.

4η σκηνή: « Ο ρεσεψιονίστ »

(ο νέος υπάλληλος στη ρεσεψιόν δεν δείχνει και πολύ ικανός)

Manager: Λοιπόν, παιδί μου Γκιώνη, η δουλειά στο ξενοδοχείο είναι πολύ σημαντική, γιατί από σένα εξαρτάται η επιτυχία των διακοπών ενός ανθρώπου.

Γκιώνης: Μάλιστα, είναι πολύ σημαντική μεσιέ Ζευς.

Manager: (μεγάθυμος) Βέβαια κάποιοι πελάτες μπορεί και να είναι λίγο παράξενοι, αλλά δεν πειράζει, βεβαίως-βεβαίως!

Γκιώνης: Μάλιστα, δεν πειράζει, μεσιέ Ζευς.

Manager: (κάπως ενοχλημένος) Κάποιοι μπορεί να είναι μίζεροι, αγενείς και ξερόλες, αλλά δεν πειράζει, βεβαίως-βεβαίως!

Γκιώνης: Μάλιστα, δεν πειράζει, μεσιέ Ζευς.

Manager: Και τότε τι πειράζει, Γκιώνη, παιδί μου;

Γκιώνης: Τι πειράζει, μεσιέ Ζευς;

Manager: (έξαλλος) Πειράζει, το ότι κάποιοι από τους πολλούς που διαμαρτύρονται έχουν δίκιο. Αυτό πειράζει, βεβαίως-βεβαίως!

Γκιώνης: Μάλιστα, μεσιέ Ζευς, αυτό πειράζει, βεβαίως-βεβαίως!

Manager: Ωραία, και για να τους κάνουμε να μην διαμαρτύρονται, τι χρειαζόμαστε;

Γκιώνης: Έλα μου ντε; …..Τι χρειαζόμαστε;

Manager: (εκνευρισμένος) Χαμόγελο, ευγένεια και ειλικρινές ενδιαφέρον, βεβαίως-βεβαίως! Κατάλαβες;

Γκιώνης: Μάλιστα, μεσιέ Ζευς. Χαμόγελο, ευγένεια … (ο μάνατζερ του κλείνει το στόμα γιατί μπαίνει στην ρεσεψιόν ένας πελάτης)

Manager: Α, να μια πελάτισσα! Εκνευρισμένη φαίνεται. Τι πρέπει να κάνεις τώρα;

Γκιώνης:  ….Το κορόιδο;

Manager: (απελπισμένος) Καλά, άσ’ το! Κοίτα το συνάδελφό σου, μήπως και μάθεις κάτι.

2 Ξεν/λος: Ω, την κυρία Μουρμουρίδου! Καλή σας μέρα! Πώς πάνε τα νεύρα σήμερα;

Manager: (στον Γκιώνη ψιθυριστά για τον τρόπο συμπεριφοράς του ξεν/λου) Ευγένεια!!

Μουρμουρίδου: (νευριασμένα) Πώς να πάνε, νεαρέ μου; Μα είναι πράγματα αυτά;

2 Ξεν/λος: Ποια, κυρία Μουρμουρίδου μου;

Manager: (στον Γκιώνη ψιθυριστά) Ενδιαφέρον!

Μουρμουρίδου: (νευριασμένα) Τι θα πει ποια; Κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε;

2 Ξεν/λος: Αλήθεια σας λέω! Δεν καταλαβαίνω!

Γκιώνης: (στο Manager ψιθυριστά)  Το κορόιδο!

Μουρμουρίδου: (πολύ νευριασμένα) Ε, λοιπόν το ξενοδοχείο σας έχει ποντίκια!

2 Ξεν/λος: Ποντίκια; Δεν είναι δυνατόν!

Γκιώνης: (στο Manager ψιθυριστά)  Ξανά το κορόιδο!

Μουρμουρίδου: Είναι και παραείναι! Ορίστε: Αντιπροχθές που έτρωγα το πρωινό μου, έπεσε κάτω στο πάτωμα λίγο τυρί.

2 Ξεν/λος: Ε, και;

Manager: (στον Γκιώνη ψιθυριστά) Ενδιαφέρον, βεβαίως-βεβαίως!

Μουρμουρίδου: Μέχρι να σκύψω να το πιάσω έρχεται ένας ποντικός και μου το παίρνει!

2 Ξεν/λος: Απίστευτο! Είμαι σίγουρος ότι ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Το ξενοδοχείο μας φημίζεται…

Manager: (στον Γκιώνη ψιθυριστά) Διπλωματία, βεβαίως-βεβαίως!

Μουρμουρίδου: Άστε, μην κάνετε τον κόπο! ….Προχθές που έτρωγα το μεσημεριανό μου, πέφτει πάλι ένα κομμάτι τυρί κάτω.

2 Ξεν/λος: Ε, και;

Μουρμουρίδου:…..Μέχρι να σκύψω να το πιάσω έρχονται δύο ποντικοί και μου το παίρνουν!

2 Ξεν/λος: Απίστευτο! Είμαι σίγουρος ότι ήταν ένα τυχαίο γεγονός… δύο ποντικοί!! Πώς είναι δυνατόν!!

Γκιώνης: Φαίνεται πως ήταν ζευγάρι! (ο μάνατζερ του δίνει μια φάπα)

Μουρμουρίδου: Είναι και παραείναι, διότι το τυρί που έπεσε κάτω ήταν πιο πολύ από την πρώτη φορά.

2 Ξεν/λος: Τι να πω; Μένω άφωνος. Είμαι σίγουρος όμως ότι το θέμα θα έληξε εκεί.

Γκιώνης: (στο Manager ψιθυριστά)  Α, τώρα παριστάνει εμένα!

Manager: Δηλαδή;

Γκιώνης: Το βλάκα, βεβαίως-βεβαίως!

Μουρμουρίδου: Και βέβαια, όχι! Χθες που έτρωγα το βραδινό μου, πέφτει όλη η πιατέλα με τα τυριά κάτω…

Γκιώνης: (στο Manager ψιθυριστά)  Να δεις που τώρα θα ήρθε όλη η οικογένεια! (ο μάνατζερ του δίνει μια φάπα)

2 Ξεν/λος: ..Και ήρθαν τρεις ποντικοί; (ο μάνατζερ δίνει και σ’ αυτόν μια φάπα)

Μουρμουρίδου: Όχι, αυτή τη φορά βγήκε ένα τεράστιο ψάρι και τα πήρε!

2 Ξεν/λος + Γκιώνης+ Manager: (έκπληκτοι) ψάρι;

Μουρμουρίδου: Άστε, για την υγρασία του ξενοδοχείου σας θα μιλήσουμε μετά. Φεύγω!

Χορωδία: :  « Η λατέρνα γλυκολαλεί »

Η λατέρνα γλυκολαλεί

στίχοι: Άγγελος Τερζάκης   μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Κάθε που βραδιάζει στη μικρή τη γειτονιά
μ’ ήλιο με χαλάζι με νοτιά και με χιονιά
έρχεται ν’ αράξει, μάθε του έρωτα φονιά,
μια λατέρνα κούτσα- κούτσα στη γωνιά.

Γλυκόλαλη, γλυκόλαλη λατέρνα στη βραδιά

σαν το πουλί,σαν το πουλί φτεροκοπάει η καρδιά

και ξανανθίζει στη μαραμένη τη γειτονιά
ξεγελασμένη μεσ’ στο χειμώνα κι η λεμονιά

Σ’ ένα δρόμο σ’ ένα στενό
μεσ’ το σύθαμπο το γαλανό
έχουν στήσει τώρα φωλιά
του Παραδείσου θαρρείς τα πουλιά

5η σκηνή: «Ο κινητός κίνδυνος»

 (Ένας άντρας κάθεται στο καφενείο στο ένα τραπέζι. Στο διπλανό δύο τύποι συζητούν)

Ιπποκράτης: Καλά, δεν σου λέω τίποτα! Αν δεν πάω φέτος φυλακή, δεν θα πάω

ποτέ μου.

Ερμής: Σιγά, μωρέ Ιπποκράτη, πώς κάνεις έτσι; Είπαμε ότι η γυναίκα σου η Αφροδίτη ξοδεύει πολλά λεφτά, αλλά εσύ είσαι κολόνα! Κοτζάμ ξενοδοχείο έχεις! Τι κλαίγεσαι συνέχεια;

Ιπποκράτης: Η Αφροδίτη μου, Ερμή, δεν ξοδεύει πολλά. Ξοδεύει μόνο όσα απαιτεί η κοινωνική μας θέση. Αλλά για το ξενοδοχείο τα πράγματα είναι δύσκολα. Άκουσες πάλι τις κρατήσεις για τη νέα σαιζόν; Μείωση οι Άγγλοι, μείωση οι Γερμανοί… τι περιμένεις; Ούτε τη δόση του δανείου μου δεν θα βγάλω.

Ερμής: Τώρα νομίζω ότι τα παραλές! Μάλλον έχουμε συνηθίσει στα εύκολα και πολλά λεφτά και τώρα που δεν μας έρχονται ουρανοκατέβατα παραπονιόμαστε.

Ιπποκράτης: Μα τι λες τώρα, βρε Ερμή; Άνοιξε τα μάτια σου! Εδώ σου λέω ότι ο κόσμος πεινάει… Να, για να καταλάβεις, δες το διπλανό σου. Τόση ώρα κάθεται στο τραπέζι κι έχει πιει μόνο ένα ελληνικό καφεδάκι…..

Ερμής: Ε, και τι έγινε, βρε Ιπποκράτη; Στο κάτω-κάτω της γραφής το κέρδος σου από τον καφέ είναι τεράστιο.

Ιπποκράτης: Σαν ποσοστό, ναι. Αλλά στο σύνολο των χρημάτων άστα… Άφραγκο το ανθρωπάκι.. ….άφραγκο…  Με τέτοιους πελάτες πώς να δω άσπρη μέρα;…

(ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο που είναι στο τραπέζι του Μοναχικού  τύπου)

Μοναχικός: Εμπρός!!

Αφροδίτη: (η γυναίκα είναι στο δρόμο) Γεια σου καλέ μου, είσαι ακόμα στο κλαμπ;
Μοναχικός: (χωρίς να καταλαβαίνει ποια είναι στο τηλέφωνο) Ναι, ….καλή μου.

Αφροδίτη: Το βρήκες το κινητό σου που άφησα κατά λάθος στο τραπέζι του μπαρ;

Μοναχικός: Μα ναι, ….βέβαια, απ’ αυτό σου μιλάω άλλωστε.

Αφροδίτη: Αχ, ναι, έχεις δίκιο. Έφυγα όμως βιαστικά για ψώνια και το ξέχασα.

Μοναχικός: Εντάξει δεν πειράζει. Άλλωστε το βρήκα εγώ. Πού είσαι τώρα;
Αφροδίτη: Ε λοιπόν δε θα το πιστέψεις αλλά είμαι μπροστά στου YSL και υπάρχει ένα πανέμορφο παλτό στη βιτρίνα.
Μοναχικός: Έτσι ε;
Αφροδίτη: Το χαρίζουν. Μόνο 20.000€ .
Μοναχικός: Μα δεν έχεις ήδη πολλά παλτό;
Αφροδίτη: Σε παρακαλώ καλέ μου, είναι μοναδικό!
Μοναχικός: Καλά, καλά, αν κάνει μόνο 20.000€ ,πάρ’ το!
Αφροδίτη: Σ’ ευχαριστώ καρδιά μου. ….

Μοναχικός: Τίποτα, καλή μου! Εσύ να είσαι καλά!

Αφροδίτη: Α, για να μη σε κρατώ πολύ, πέρασα από τη Mercedes το πρωί και είδα το νέο κάμπριο. Τι λες;
Μοναχικός: Τι να πω; Εσύ έχεις αυτοκίνητο καλή μου!
Αφροδίτη: Μα μου είχες υποσχεθεί ότι μπορώ να πάρω κι ένα κάμπριο!
Μοναχικός: Έστω! Πόσο κάνει;
Αφροδίτη: Δε θα το πιστέψεις, αλλά ο πωλητής είπε ότι θα μας το αφήσει μόνο 165.000 €!
Μοναχικός: Καλά, καλά, αν κάνει μόνο 165000€, άντε πάρ’ το!
Αφροδίτη: Αχ, καλέ μου, είσαι ο καλύτερος σύζυγος που θα μπορούσε να έχει μια γυναίκα. …

Μοναχικός: Ναι, το  ’χω αυτό!

Αφροδίτη: Ελπίζω να μην το παρακάνω, αλλά θυμάσαι το ταξίδι που είχαμε κάνει στο Παρίσι;

Μοναχικός: Ναι!

Αφροδίτη: Θυμάσαι το ξενοδοχείο με την πισίνα και τα γήπεδα του τένις; Πουλιέται. …Το δίνουν μόνο με 12.000.000€
Μοναχικός: Πόσο το δίνουν;
Αφροδίτη: Μόνο 12.000.000 €, καλέ μου. Είναι ευκαιρία! Ξέρεις, θα ταίριαζε στον τρόπο ζωής μας!
Μοναχικός: Νομίζω πως μπορώ να πάρω ακόμα λίγο δάνειο από την τράπεζα. Πήγαινε και κάνε μια προσφορά αλλά με τίποτα πάνω από 10.000.000€.
Αφροδίτη: Αχ, τελικά η σημερινή μέρα είναι καταπληκτική, καλέ μου! Δε βλέπω την ώρα να γυρίσω το βράδυ στο σπίτι και να το γιορτάσουμε!
Μοναχικός: Εντάξει λοιπόν, τα λέμε το βράδυ, καλή μου.

Ερμής: (δικαιωμένος)  Τ’ άκουσες Ιπποκράτη μου; Τ’ άκουσες;  (ειρωνικά) Αυτό είναι το άφραγκο το ανθρωπάκι που έλεγες;  Για κάτι τέτοια ανθρωπάκια κλαίγεσαι;

(ο μοναχικός τύπος σηκώνεται να φύγει αλλά αφήνει το κινητό στο τραπέζι)

Ιπποκράτης: (στον μοναχικό) Συγγνώμη, κύριε, …..ξεχάσατε το κινητό σας…

Μοναχικός: Ευχαριστώ, ….αλλά εγώ δεν έχω κινητό! Αυτό το βρήκα εδώ πάνω κι όταν χτύπησε, εγώ απάντησα για πλάκα.

(Ο Ιπποκράτης αρχίζει να υποψιάζεται, ψάχνει τις τσέπες του για το κινητό του, το τηλέφωνο ξαναχτυπά και το ξανασηκώνει ο μοναχικός)

Μοναχικός: Ναι!

Αφροδίτη: (καταχαρούμενη) Ναι, Ιπποκράτη μου, η Αφροδίτη είμαι πάλι… λοιπόν, αγόρασα και το παλτό και τη Μερσεντές και το ξενοδοχείο! Κλείνω τώρα, καλέ μου, θα σε δω στο σπίτι!

Μοναχικός: (γελώντας) Η ίδια είναι πάλι η Αφροδίτη, λέει, και ψάχνει κάποιον Ιπποκράτη. Θα τον δει, λέει, στο σπίτι!

Ιπποκράτης: Αμ, δεν θα με δει στο σπίτι, στη φυλακή θα με δει!!

Ερμής: (δικαιωμένος)  Εμ, δεν μας φταίει η κακή σαιζόν, Ιπποκράτη μου, άλλα μας φταίνε! …Άλλα!!

Χορωδία: « Ρίκοκο »

Ρίκοκο

στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος   μουσική: Τάκης Μωράκης

Τ’ αγόρι μου τ’ αγόρι μου τ’ αγόρι μου γλυκό και τραγανό σαν καραμέλα
και πόζες όταν παίρνει άντρα ώριμου τ’ αγόρι μου είναι μούρλια είναι τρέλα

Χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο
ρίκο ρίκο ρίκοκο   ρίκοκο ρίκοκο
ρίκο ρίκο ρίκοκο   ρίκο ρίκοκο

Τ’ αγόρι μου είναι πλάσμα αξιοζήλευτο το γέλιο του το βλέμμα του ροσόλι
μπροστά του δεν αξίζουν ούτε δίλεπτο δεν πιάνουν χαρτωσιά οι άντρες όλοι.

Ανήσυχο, θερμόαιμο, ζιζάνιο, γεμάτο φλόγα, αίσθημα, νευράκι.

Πικάντικο, ανεκτίμητο και σπάνιο τ’ αγόρι, το γλυκό μου τ’ αγοράκι.

6η σκηνή:    «Προ-βλήματα επικοινωνίας»

(μπαίνει ο μικρός Λάκης)

Λάκης: Συγγνώμη, έχετε παγωτό με γεύση βατόμουρο;

Σοφία: Λυπάμαι, παιδί μου, δεν έχουμε.

Λάκης: Α, καλά! (φεύγει)

(στο καφενείο ο Γιάννης διαβάζει εφημερίδα, όταν μπαίνει η Κούλα)

Κούλα: Α, εδώ είσαι, Χαράλαμπέ μου; Έφαγα τον κόσμο για να σε βρω. Πού είναι τα παιδιά;

Χαράλαμπος: (διαβάζει αμέριμνος και απαντά) Στα Αγγλικά, Κούλα μου, στα Αγγλικά.

Κούλα: Babis, where are the children?

Χαράλαμπος: Μα γατί με ξαναρωτάς, Κούλα μου; Αφού σου απάντησα, στα Αγγλικά.

Κούλα: Χαράλαμπε, δεν μου απάντησες στα Αγγλικά και το ξέρεις. Εσύ μου απάντησες στα Ελληνικά και μου ζήτησες να μιλήσω εγώ στα Αγγλικά.

Χαράλαμπος: Έλα, βρε Κούλα μου, με τα Ελληνικά και τα Αγγλικά! Τι έχεις πάθει; Από τον καιρό που έγινες ξανθιά δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε.

Κούλα: (εκνευρισμένη) Μπα; Τα μαλλιά μου φταίνε τώρα που δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε; Και τι έγινε δηλαδή που έβαψα τα μαλλιά μου ξανθά; Μήπως σου θυμίζω τα ανέκδοτα με τις ξανθές; ……. Κι αν θες να ξέρεις, όλα αυτά που ακούγονται για τις ξανθές δεν είναι ανέκδοτα, είναι …..πραγματικές ιστορίες!

Χαράλαμπος: (του ήρθε κεραμίδα) Φοβάμαι πως έχεις απόλυτο δίκιο!

Κούλα: Είδες που το αναγνωρίζεις κι εσύ;

Χαράλαμπος: Αλλά ας μην μαλώνουμε, Κούλα μου. Θες να το πάμε απ’ την αρχή να δεις ότι στο θέμα μας έχεις άδικο;

Κούλα: Χαράλαμπε, αποφάσισε επιτέλους! Δίκιο έχω ή άδικο;

Χαράλαμπος: Άσ’ το, Κούλα μου, άσ’ το! Πάμε πάλι απ’ την αρχή σε παρακαλώ!

Κούλα: (πολύ εκνευρισμένη) Να το πάμε, Χαράλαμπε, να το πάμε. Φρόντισε όμως κι εσύ να μην είσαι τόσο αφοσιωμένος στην εφημερίδα, γιατί έτσι δημιουργείται το πρόβλημα επικοινωνίας στο ζευγάρι κι όχι απ’ τα μαλλιά μου.

Χαράλαμπος: (πολύ εκνευρισμένος) Εντάξει, λοιπόν, κυρία μου, αφήνω την εφημερίδα. Πάμε απ’ την αρχή!

(στο καφενείο ο Χαράλαμπος διαβάζει εφημερίδα, όταν μπαίνει η Κούλα)

Κούλα: Α, εδώ είσαι, Χαράλαμπέ μου; Έφαγα τον κόσμο για να σε βρω. Πού είναι τα παιδιά;

Χαράλαμπος: (αφήνει την εφημερίδα) Στα Αγγλικά Κούλα μου, στα Αγγλικά.

Κούλα: Babis, where are the children?

Χαράλαμπος: (αγαναχτισμένος) Στα Αγγλικά Κούλα μου, στα Αγγλικά!!

Κούλα: Μα Αγγλικά σου μιλάω, χριστιανέ μου! Δεν καταλαβαίνεις τίποτα επιτέλους;

Χαράλαμπος: (απελπισμένος) Βρε, πού έμπλεξα! Κούλα μου, ξαναπήγαινε σε παρακαλώ έξω και, όταν έρθεις, μίλα μου Ελληνικά και μόνο Ελληνικά! Εντάξει;

Κούλα: Εντάξει, κύριε, θα σου κάνω τη χάρη, αλλά αυτή θα είναι και η τελευταία φορά! (ξαναβγαίνει και, όταν μπαίνει μέσα, εμφανίζονται πίσω της τα παιδιά)    ….Α, εδώ είσαι, Χαράλαμπέ μου; Έφαγα τον κόσμο για να σε βρω. Πού είναι τα παιδιά;

Χαράλαμπος: (αφήνει χαρούμενος την εφημερίδα) Να τα, Κούλα μου, πίσω σου είναι!

Κούλα: (με έκπληξη) Α, γεια σας, παιδιά μου! Πού ήσασταν τόση ώρα, καλέ;

Παιδιά: Στα Αγγλικά, μαμά, στα Αγγλικά! (κάνει να μιλήσει, αλλά κοντοστέκεται)

Κούλα: Α, δεν την ξαναπατάω εγώ, φεύγω κι ας μη μάθω ποτέ

 

Χορωδία:  « Εγώ θα σ’ αγαπώ»

 Εγώ θα σ’ αγαπώ

στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης   μουσική: Γιώργος Μουζάκης

Χρόνια τώρα κάνουμε παρέα

κι είμαστε ζευγάρι ταιριαστό

και στο πείσμα όλου του κόσμου, που κακό έχει σκοπό

δε θα πάψω ούτε στιγμή να σ’ αγαπώ

Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει

και θα σου χτίσω μια μικρή φωλιά

κι όταν το σούρουπο μας αγκαλιάζει

θα ζευγαρώνουμε σαν δυο πουλιά

Σα μου λεν να φύγω από κοντά σου

πιο καλά ο ήλιος να σβηστεί

σ’ έχω τόσο συνηθίσει, σ’ αγαπώ τόσο πολύ

ας τον κόσμο κι έλα δώσ’ μου ένα φιλί

Εγώ θα σ’ αγαπώ…

7η σκηνή: «Η σημαία»

(μπαίνει ο μικρός Λάκης στο τουριστικό μαγαζί)

Λάκης: Συγγνώμη, έχετε παγωτό με γεύση βατόμουρο;

Σοφία: Λυπάμαι, παιδί μου, δεν έχουμε.

Λάκης: Α, καλά! (φεύγει)

Τάσος: Α, ρε Σοφία, σημείωσε επιτέλους να πάρουμε παγωτό βατόμουρο!  Κάθε μέρα μας το ζητά το παιδάκι!

Σοφία: Δίκιο έχεις! Σήμερα κιόλας θα το παραγγείλω!

 (μπαίνουν δύο ξανθές και πάνε στον άλλο υπάλληλο)

Πάρις:  Γεια σας! Παρακαλώ, έχετε μήπως σημαίες;

Τάσος: Μα και βέβαια, κυρία μου! Στο κατάστημά μας έχουμε ό,τι σημαία θέλετε. Εδώ είναι, ορίστε!

Λουΐζα: Α, ωραία!  Θα θέλαμε μια ελληνική παρακαλώ.

Τάσος: Ναι, βέβαια….

Πάρις:  Σε τι χρώματα βγαίνουν;

Τάσος: Τι εννοείτε;

Πάρις:  Λέω, παιδί μου: Σε τι χρώματα βγαίνουν οι ελληνικές σημαίες;

Τάσος: (μπερδεμένος και εκνευρισμένος) Ειδικά φέτος σε γαλανό και άσπρο! Είναι λέει στη μόδα!

Πάρις:  Α, πολύ ωραία. Εμένα δώστε μου μια σε γαλανό, παρακαλώ. Είναι το αγαπημένο μου.

Λουΐζα: Ναι, κι εμένα μια σε άσπρο. Ξέρετε τις πάμε δώρο σε ένα φίλο μας από την Αγγλία. Ε, να μην πάμε και οι δυο το ίδιο δώρο!

Τάσος: Ορίστε! (τους δίνει από μια σημαία)

Λουΐζα: Α, ευχαριστώ πολύ! Πόσο κάνει;

Τάσος: Γράφει επάνω!

Λουΐζα: (κοιτά το ταβάνι) Καλέ, δεν γράφει τίποτα!

Πάρις:  Αχ, άχρηστη είσαι καημένη Λουΐζα. Για να δω εγώ! (διώχνει τη Λουΐζα απ’ τη μέση, παίρνει τη θέση της και κοιτάζει κι αυτή στο ταβάνι) ….Καλέ, δίκιο έχεις. Δεν γράφει τίποτα!

Τάσος: (έκπληκτος) Δεν πειράζει, κυρίες μου θα δω εγώ την τιμή.

(βλέπει την τιμή πάνω στις σημαίες)  5€ η κάθε μία παρακαλώ.

Λουΐζα: Α, είστε πολύ εξυπηρετικός, ευχαριστούμε πολύ.  Πείτε μου όμως, σας παρακαλώ: Πώς το κάνετε αυτό;

Τάσος: Ποιο;

Λουΐζα: Ε, να καλέ! Να κοιτάτε κάτω και να βλέπετε τις τιμές των προϊόντων πάνω.

Πάρις:  Α, έλα βρε Λουΐζα, ακόμα δεν το κατάλαβες; Χρησιμοποιεί καθρεφτάκι!  Το ξαπλώνει κάτω και …τσακ! Βλέπει πάνω!

Λουΐζα: Λες, ε!! (στον Τάσο) Καλέ, αλήθεια λέει;

Τάσος: Και μήπως ξέρω κι εγώ; Μ’ αυτά που ακούω καθημερινά, μπορεί να λέει και αλήθεια!

(μπαίνει ο μικρός Λάκης στο τουριστικό μαγαζί)

Λάκης: Συγγνώμη, έχετε παγωτό με γεύση βατόμουρο;

Σοφία: Και βέβαια έχουμε, παιδί μου! Σήμερα μας ήρθε. (ικανοποιημένη που θα πουλήσει κάτι) Είδαμε ότι το ήθελες πολύ και το παραγγείλαμε ειδικά για σένα.

5 κιλά αγοράσαμε.

Λάκης: Α, ναι; Το δοκιμάσατε;

Σοφία: Όχι, ακόμα!

Λάκης: Α, καλύτερα! Μην το φάτε, αηδία είναι! Γεια σας!!!

Χορωδία:  « Θέλω κοντά σου να μείνω »

 Θέλω κοντά σου να μείνω

στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος   μουσική: Γιώργος Μουζάκης

Δεν  ζω  χωρίς  εσένα  ούτε  λεπτό

αγάπη  μου,  της  μοίρας  ήταν  γραφτό.

Θέλω  κοντά  σου  να  μείνω, θέλω  σκιά  σου  να  γίνω,

κάθε  πληγή  ν’ απαλύνω,  που  σε  πονά,

τα  βλέφαρά  μου  να  κλείνω, να  με  φιλάς  και  να  σβήνω,

θέλω  κοντά  σου  να  μείνω  παντοτινά.

Σε  νιώθω  σε  λατρεύω  και  σε  ποθώ

κι  αν  κάποτε  σε  χάσω  θα  τρελαθώ.

8η σκηνή: «Το στοίχημα»

Εκπαιδευτής: (μιλά σαν τον Χατζηνικολάου) Λοιπόν, παιδιά, ό,τι μάθημα ορθοφωνίας ήταν να κάνουμε το κάναμε. Από εδώ και πέρα είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να μιλάτε σωστά χωρίς να κεκεδίζετε. Πρέπει να έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας και όλα θα πάνε καλά. Εντάξει;

1ος κεκές: Νναι, αλλά πώς είσσαι τόσο σσσίγουρος;

2ος κεκές: Σσσσσωστά! Αφού ακόμα δεν μιλήσσσσσαμε σσσε κανέναν.

Εκπαιδευτής: Ακούστε παιδιά! Αυτό είναι εύκολο. Μπορούμε να κάνουμε ένα πείραμα ή καλύτερα μπορούμε να βάλουμε και στοίχημα: Εγώ λέω ότι μπορείτε να παραγγείλετε τον καφέ σας σε λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα.

1ος κεκές: Μπα, δύσσκολο το βλέπω! Εγώ δεν μπορώ ακόμα να πω το σσσς..

2ος κεκές: Ναι, σσσσσσυμφωνώ κι εγώ. Αλλά ας προσσσπαθήσουμε!

Εκπαιδευτής: Έτσι μπράβο! Να είστε θαρραλέοι! Στο κάτω-κάτω προσπαθήστε να αποφεύγετε λέξεις που να έχουν το σίγμα!

1ος κεκές: Καλό ακούγεται αυτό!

2ος κεκές: Κι εγώ το ίδιο λέω. Αν είναι να κάνουμε πάντα το ίδιο κόλπο, όλοι θα θεωρούν ότι μιλάμε κανονικά.

1ος κεκές: (στον εκπαιδευτή) Μπράβο, μεγάλε!

Εκπαιδευτής: Ωραία! Φεύγετε αμέσως! Θα πάτε ένας- ένας και θα παραγγείλετε τον καφέ σας. Εντάξει;  Και να θυμάστε: Αποφεύγουμε με κάθε τρόπο τις λέξεις που να έχουν σίγμα!

1ος -2ος κεκές: Εντά…. Ok!….

1ος κεκές: Παρακαλώ ένα γλυκό φραπέ θα ήθελα.

Μπάρμαν:  Έχω έναν έτοιμο. Πάρ’ τον!   (παίρνει ο 1ος τον καφέ και επιστρέφει)

Εκπαιδευτής:  Μπράβο! Έκανες μόνο 20 δευτερόλεπτα. (στον 2ο) Έλα, σειρά σου!

2ος κεκές: (στον μπάρμαν)  Παρακαλώ έναν ελληνικό καφέ θα ήθελα!

Μπάρμαν:  (τεμπέλικα)  Τι προτιμάτε: γλυκό, μέτριο, σκέτο;

2ος κεκές: Σσσσσσσσκέτο!

Μπάρμαν:   Καλοβρασμένο, με φουσκάλες;

2ος κεκές:  Με φουσσσσσκάλες, παρακαλώ!

Μπάρμαν:  Στο μπρίκι, στη χόβολη, της μηχανής;

2ος κεκές:  (ανήσυχος) Σσσσσστη χόβολη!

Μπάρμαν: Δεν έχω!

2ος κεκές:  (πολύ ανήσυχος) Τότε τι υπάρχει;

Μπάρμαν: Εσπρέσσο και Νες καφέ!

2ος κεκές:  Φέρε μου έναν εσσσσσπρέσσσσσσσο!

Μπάρμαν:  (τεμπέλικα)  Τι προτιμάτε: γλυκό, μέτριο, σκέτο;

2ος κεκές: Σσσσσσσσκέτο!

Μπάρμαν:   Καλοβρασμένο, με φουσκάλες;

2ος κεκές:  (πάρα πολύ ανήσυχος) Με φουσσσσσκάλες!

Μπάρμαν:  Στο μπρίκι, της μηχανής;

2ος κεκές:  (απελπισμένος) Σσσσσστο μπρίκι, αλλά  μμμμμμ’ έκαψψψψψες!

Εκπαιδευτής:  Έλα, έλα! Εσύ θέλεις ακόμα πολλά μαθήματα. Πάμε σχολείο!

Χορωδία:  « Μένω σε κάποια γειτονιά »

 Μένω σε κάποια γειτονιά

στίχοι: Θάνος  Σοφός   μουσική: Λυκούργος Μαρκέας

 

Μένω σε κάποια γειτονιά, φτωχική γειτονιά

που ’χει σπίτια χαμηλά

όλοι οι άνθρωποι εκεί έχουν πάντα γιορτή

και μοιράζουνε φιλιά.

Μπρος απ’ τις άσπρες τις αυλές οι γριές και οι νιες

για τον έρωτα μιλούν

κι όλοι σ’ αυτή τη γειτονιά, τη μικρή γειτονιά

μέρα νύχτα τραγουδούν

Άσπρες κορδέλες τα κορίτσια φοράνε

και τ’ αγόρια κοιτάνε που ξυπνάνε νωρίς,

μα δεν με νοιάζει κι ούτε βάζω μαράζι

τη δική μου αγάπη δεν την ξέρει κανείς.

9η σκηνή: «Γιαν τσι γιον»

(ένα Κινεζάκι μιλά στον υπάλληλο)

Σοφία: Παρακαλώ τι θέλετε;

Κινεζάκι: Γιαν τσι γιον, Coca-cola!

Σοφία: Συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω!

Κινεζάκι: Γιαν τσι γιον, Coca-cola!

Σοφία: (μονολογώντας) Μα τι τους θέλαμε τους Κινέζους τουρίστες; Τόσα χρόνια κάναμε να μάθουμε Αγγλικά! Τώρα δηλαδή πρέπει να μάθουμε και Κινέζικα;

(μπαίνουν εκείνη την ώρα οι Ντάλια και η Τζούλια)

Ντάλια: Άστε, θα σας βοηθήσω εγώ! …. Ζάκι κίν πίεν, κινεζάκι, μαγαζάκι;

Τζούλια: Καλέ, τι του είπες;

Ντάλια: Του είπα: Τι θέλεις να πιεις, Κινεζάκι, από το μαγαζάκι;

Κινεζάκι: Γιαν τσι γιον, Coca-cola!

Ντάλια:  (μεταφράζει μονολογώντας) Μια παγωμένη ..τι;

Κινεζάκι: Γιαν τσι γιον, Coca-cola!

Ντάλια: (μεταφράζει στους άλλους) Κάτι παγωμένο θέλει, αλλά δεν καταλαβαίνω τι; Τζούλια: (με έκπληξη) Παγωμένο;

Ντάλια: Δίκιο έχεις! (τον παρατηρεί) Ζάκι, τοξυλάκι, κινεζάκι, από γιατράκι Ποπάκι;

Τζούλια: Καλέ, τι του είπες;

Ντάλια: Του είπα: «Γιατί πίνεις παγωμένα; Θέλεις να σε πιάσει ο λαιμός σου και να τρέχουμε να φωνάζουμε πάλι βραδιάτικα την κυρία Πόπη τη γιατρό;»

Κινεζάκι: Ζάκι, τοξυλάκι, κινεζάκι, από Ποπάκι. Γιαν τσι γιον, Coca-cola!

Σοφία: Δεν κατάλαβα τίποτα!

Ντάλια: Λέει να αφήσουμε ήσυχη την κα Πόπη και ότι αυτός θέλει κάτι παγωμένο.

Τζούλια: Ε, τότε, γιατί δεν του δίνουμε μια κόκα κόλα, που πάει με όλα;

Ντάλια: Τι λες, Τζούλια μου; Κόκα κόλα σε Κινέζο; Οι Κινέζοι είναι κομουνιστές!

Τζούλια: Ε, και τι έγινε; Μήπως οι κομουνιστές δεν ρεύονται;

Ντάλια:  Μάλλον όχι. Οι Κινέζοι είναι πολύ ευγενικοί άνθρωποι!

Κινεζάκι: (εν τω μεταξύ το Κινεζάκι παίρνει μόνο του την κόκα κόλα απ’ το ψυγείο, πληρώνει και την επιδεικνύει στη Ντάλια) Γιαν τσι γιον, Coca-cola!

Τζούλια: Είδες που στο έλεγα; Η κόκα κόλα πάει με όλα!

Ντάλια: Ναι, κι από ότι φαίνεται και οι Κινέζοι ρεύονται!… Αλλά πού το ξέρει ότι είναι παγωμένη;

Τζούλια: Και πού να ξέρω εγώ; Κινέζα είμαι;

Ντάλια: Κινεζάκι, πες αλεύρι!

Κινεζάκι: Αλεύρι!

Ντάλια: Η Ποπάκι σε γυρεύει!

 

Χορωδία:  «Βίρα τις άγκυρες»

 Βίρα τις άγκυρες

στίχοι: Αλέκος Αγγελόπουλος   μουσική: Γιώργος Μουζάκης

 

Μες  τη  φτώχια  και  την  απονιά

έχω  ζήσει  τα  πιο  όμορφά  μου  χρόνια

γι’  αυτό  άνοιξε,  ναύτη,  τα  πανιά,

για  να  φύγω  απ’  αυτό  το  ντουνιά!

Βίρα  τις  άγκυρες  για  ξένους  τόπους,

να  δουν  τα  μάτια  μας  κι  άλλους  ανθρώπους

σ’  άλλα  λιμάνια,  σε  ξένα  μέρη

μας  πάει  πρίμα  μακριά  τ’  αγέρι.

Βίρα  τις  άγκυρες  και  βάλε  πλώρη

μακριά  απ’  το  έρημο  το φτωχοχώρι!

10η σκηνή: «Το παράπονο του Λουίτζι»

Γκιώνης: Βρε καλώς το Λουίτζι, τι γίνεται ρε φίλε; Νευριασμένος φαίνεσαι!

Louitzi: Bo giorno ragazzi Gioni. I am very nervous today.

Γκιώνης: Γιατί, ρε Λουίτζι; Τι έγινε;

Louitzi: One day i am going to the all inclusive hotel of Kardamena to do my holidays.

Γκιώνης: Ε, και γι’ αυτό είσαι σκασμένος; Τι έγινε; Δεν ήταν καλό το ξενοδοχείο;

Louitzi: The hotel is ok, but the service is bad.

Γκιώνης: Γιατί, ρε Λουίτζι, τι κακό είχε;

Louitzi: In a morning I go down to eat a breakfast.

I tell the waitress: “I want two pieces of toast”. She brings me only one peace.

I tell her: “I want two peace”.

She says: “Go to the toilette, if you want to piss”,

I say: “You don’t understand, I want two peace on my plate”.

She says: “You better not piss on the plate, you son of the bitch!

I don’t even know the lady and she call me “son of the bitch”

Γκιώνης: Τι μου λες, ρε φίλε! Για ένα κομμάτι ψωμί σε έβρισε έτσι; Κι εσύ τι έκανες;

Louitzi: Later I go to eat at a bigger restaurant. The waitress brings me a spoon and a knife but no fork.

I tell her I want a fork.

She tell me: «every one want a fork».

I tell her: “you not understand I want a fork on the table”.

She say: “you better not fuck on the table, you son of a bitch”.

Γκιώνης: Τι μου λες, ρε φίλε! Και σε έβρισε δηλαδή επειδή της ζήτησες ένα πιρούνι; Για συνέχισε!

Louitzi: So I go back to my room in a hotel and there is no sheets on the bed.

Call the reception and tell him: “I want a sheet”!

He tell me to go to the toilette!

I say: “You don’t understand. I want a sheet on my bed”.

He say “you better not sheet on the bed, you son of a bitch”.

Γκιώνης: Καλά, μου φαίνεται απίστευτο. Όλοι σε είχαν στο βρίσιμο δηλαδή! Μια το ψωμί, μετά το πιρούνι και τώρα το σεντόνι; Μα γιατί δεν πήγαινες στο διευθυντή να διαμαρτυρηθείς;

Louitzi: I am going to the manager and the man on the desk say: “Piss on you” and I say: “Piss on you to, you son of a bitch. …I am going back to Italia. Ariverdezzi!

Χορωδία:  «Βρε ντουνιά»

 Βρε ντουνιά

στίχοι: Αλέκος Σακελάριος-Χρήστος Γιαννακόπουλος   μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ

 

Τα βραδάκια εδώ το φεγγάρι σαν δω

τις χαρές της ζωής τραγουδώ.

Βλέπω πάντα ψηλά και σ’ αυτόν που γελά

Όλα πάνε συνήθως καλά

Βρε ντουνιά, να ’χα μια μπουνιά

που να κάνει για χίλιους εννιά

Βρε ντουνιά, να σου δώσω μια

να σου κάνω μεγάλη ζημιά

Είν’ ο κόσμος ρηχός, να γελάς συνεχώς

μη σε νοιάζει κι αν είσαι φτωχός

Η ζωή που κυλά έχει πίκρες, αλλά

μ’ ένα γέλιο κερδίζεις πολλά

Βρε ντουνιά…

Η ζωή μια φορά θέλει κέφι χαρά

μην την παίρνεις ποτέ σοβαρά,

μη σε πιάνουν θυμοί, μη συγχύζεσαι μη

δεν αξίζει ο κόσμος δραχμή

Βρε ντουνιά…

Γέλα, πουλί μου, γέλα

στίχοι-μουσική: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας

 

Μου φαίνεται σα να ’ναι χθες μα πάνε τόσα χρόνια

που σα βιολί το σώμα σου στα χέρια μου κρατούσα.

Με το ραδιόφωνο σιγά μες στ’ απαλό σκοτάδι

θα τρόμαζες αν ήξερες πόσο σε αγαπούσα.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει

και τίποτα δεν είναι όπως παλιά,

μένει όμως ακόμα ένα πείσμα

που δεν είναι συνήθεια μοναχά.

Γέλα, γέλα, πουλί μου, γέλα,

γέ–λα κι είν’ η ζωή μια τρέλα

 

Του Χρήστου Γαμβρέλλη δάσκαλου του 2ου Δημοτικού Σχολείου Κω

You May Also Like