Θεατρικό “Στον καιρό της κρίσης”

Διανομή ρόλων

  1. Σκηνοθέτης
  2. Παιδιά
  3. Κος Χρήστος
  4. Μιχαήλ
  5. Πέτρος
  6. Κρίση Ζευγαριών
  7. Κρίση Επαγγελματικά
  8. Κρίση Περιβαλλοντική
  9. Κρίση Οικονομική
  10. Μαγκίτης
  11. Ευγενίδης
  12. Προσωπάρχης
  13. Κος Χαρούλης
  14. Μουρμούρα
  15. Κος Αλτσχάιμερ
  16. Γιώργος
  17. Κώστας
  18. Σερβιτόρα
  19. Γιατρός
  20. Αβλαβία
  21. Ξένια
  22. Γλυκοφρύδου
  23. Ασπασία
  24. Λουκία
  1. Πλασιέ
  2. Κατίνα
  3. Φρόσω
  4. Σούλα
  5. Λάκης
  6. Αλίκη
  7. Παιδί
  8. Συλβί
  9. Χανς
  10. Βαγγελίτσα
  11. Μπριγκίτε
  12. Μισέλ
  13. Κυρία
  14. Κύριος
  15. Υπηρέτρια
  16. Υπάλληλος
  17. Μελπομένη
  18. Αλέξης
  19. Καλλιόπη
  20. Ευλαμπία
  21. Μάρθα
  22. Λαυρεντία
  23. Παναγιώτα
  24. Αρίστος

1η Σκηνή: «Εισαγωγή»

(μπαίνουν στη σκηνή ο κος Χρήστος και δυο παιδιά με τις οδηγίες του σκηνοθέτη)

Σκηνοθέτης:  Γεια σας και καλησπέρα σας, σε όλους κι έναν – έναν!

Κι απόψε θα γλεντήσετε με τα παιδιά κι εμένα!

Εγώ θα τα σκηνοθετώ και αυτά θα κελαηδούνε

κι όλοι σας θα γελάσετε μ’ αυτά που θα σας πούνε

Μον’ κάνετε υπομονή λιγάκι για να βγούνε,

τι είν’ τα παιδιά ντροπιάρικα και δεν αποκοτούνε

Παιδιά: ………

Σκηνοθέτης: (ανυπόμονος) Άιντε, μωρέ κοπέλια, ελάτε επαέ και μιλάτε!

Παιδιά: ………

Σκηνοθέτης: (αγανακτισμένος) Ήντα που κάνετε, μωρέ, δεν κατέχω πράμα!  Ποιος κουζουλός τα διάλεξε τούτα τα κοπέλια, κυρ-Χρήστο;

Κ. Χρήστος:  Μα …εσείς τα διαλέξατε, κύριε σκηνοθέτη!

Σκηνοθέτης: Ε, και; Εγώ είπα σας να μιλήσετε, για να ανοίξει η εκδήλωση, όχι να χαζεύετε σαν αποσβολωμένα!

Κ. Χρήστος: Μα, κύριε σκηνοθέτη…(δείχνει κρυφά και με νόημα σας τον κο Μπίλλη)

Σκηνοθέτης: Ήντα που μου δείχνεις, μωρέ;

Κ. Χρήστος: (δείχνει κρυφά και με νόημα σας τον κο Μπίλλη)

Σκηνοθέτης: Α, σεις θα με κουζουλάνετε κι εμένα! Θα μου πείτε, μωρέ, ήντα που γίνεται;

Κ. Χρήστος:  Ε, τώρα τι να σου πω! Δεν έχεις ξαναδεί εκδήλωση της Παιδικής Χορωδίας του Δήμου Ηρακλειδών Κω;

Σκηνοθέτης: Όχι! Εσύ;

Κ. Χρήστος:  Μα βέβαια, εγώ την οργανώνω τόσα χρόνια τώρα!

Σκηνοθέτης: Ε, λέγε μου, τότε, κι εμένα, μη σκάσω!

Κ. Χρήστος:  Ωραία! Μάθε λοιπόν ότι..

Παιδιά:

Αν θες ν’ αρχίσει η Εκδήλωση της Παιδικής Χορωδίας του Δήμου Ηρακλειδών Κω,

πρέπει πρώτα να μιλήσει ο κύριος Μπίλλης.

Αν θες ν’ αρχίσει η Εκδήλωση της Παιδικής Χορωδίας του Δήμου Ηρακλειδών Κω,

πρέπει πρώτα να μιλήσει ο κύριος Μπίλλης.

Ήρθε η ώρα για να βγεις και σε όλους να το πεις πως….

Αν θες ν’ αρχίσει η Εκδήλωση της Παιδικής Χορωδίας του Δήμου Ηρακλειδών Κω, πρέπει πρώτα να μιλήσει//(δυο παλαμάκια)  ο κύριος Μπίλλης.

Σκηνοθέτης: (σκασμένος) Ε, και τι να σας πω τώρα; Τι να σας πω; (προς τον κο Μπίλλη) Ελάτε, σας παρακαλώ, κύριε Μπίλλη! Ελάτε, γιατί δεν βλέπω να ξεκινάμε σήμερα..

Χορωδία: «Οδός ονείρων»

Οδός ονείρων

στίχοι-μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

 

Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά

κάθε δρόμος έχει μια καρδιά για τα παιδιά

μα κυρά μου εσύ, σαν τι να λες με την αυγή

και κοιτάς τ’ αστέρια που όλο πέφτουν σα βροχή.

Δώσ’ μου τα μαλλιά σου να τα κάνω προσευχή

για να ξαναρχίσω το τραγούδι απ’ την αρχή

Κάθε σπίτι κρύβει λίγη αγάπη στη σιωπή

μα ένα αγόρι έχει την αγάπη για ντροπή

Μα κυρά μου εσύ…

2η Σκηνή: «Προβληματισμοί και Προβλήματα» 

Μιχαήλ: Να ζει κανείς ή να μη ζει;                                                                                   Πέτρος: To be or no to be, ladies and gentlemen?

Μιχαήλ: Να πάρει πτυχίο ή να μην πάρει;

Πέτρος: Κι αν το πάρει, τι να το κάνει;  Διότι με τέτοια ανεργία σήμερα τι το θες το πτυχίο;

Μιχαήλ: Άσε που μέχρι να το πάρεις σου φεύγει η ψυχή! Κάτι οι γονείς που θέλουν να είσαι πρώτος, κάτι οι δάσκαλοι που θέλουν να είσαι πρώτος, …και στο τέλος τι;

Πέτρος: Στο τέλος θα ζεις μέσα σε κρίσεις και θα πρέπει απλώς να αποφασίσεις ποια απ’ όλες σου κάνει το μεγαλύτερο κακό.

Μιχαήλ: Ε, ναι, διότι άλλη κρίση περνάς αν δεν έχεις λεφτά, άλλη αν ζεις μες τη βρομιά, άλλη μες τη μοναξιά κι άλλη μες στη γκαντεμιά.

(μπαίνουν οι κρίσεις καυγαδίζοντας)

Πέτρος: Κατά φωνή… να τες κιόλας οι κρίσεις! Ακόμα δεν βγήκαμε στη ζωή και μας ήρθαν. Κρύψου μήπως και τους ξεφύγουμε!

Κρίση Ζευγαριών: Άκου να σου πω, κυρία Επαγγελματική κρίση, ως εδώ ήτανε, δεν μιλάω δεν μιλάω αλλά….. θα μιλήσω!

Επαγγελματική: Ναι, έλα, κατηγόρησε πάλι εμένα, η εύκολη λύση… εγώ φταίω για όλα!

Κρίση Ζευγαριών: Μα μου έχεις δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στα ζευγάρια. Βαριούνται εύκολα, κοιμούνται νωρίς, κουράζονται…

Επαγγελματική: Όχι καλή μου, όχι! Κατ’ αρχάς εγώ είμαι η «Επαγγελματική κρίση». Η «Κρίση Ζευγαριών» είσαι εσύ. Και δεύτερον εγώ φταίω που τα ζευγάρια δεν ανέχονται ο ένας τον άλλο και θέλουν να ζήσουν «τη …ζωή που δεν έζησαν»;

Περιβαλλοντική: Κρίσεις μου, καλές μου κρίσεις, μη μαλώνετε πάλι και ηχορυπαίνετε! Το περιβάλλον έχει πρόβλημα. Κι αν καταστραφεί αυτό, ο κόσμος θα πεθάνει, οπότε για ποια κρίση ζευγαριών ή επαγγέλματος θα μιλάτε; Το ζήτημα είναι σοβαρό σας λέω… Κρίση με πιάνει κρίση!, που λέει και ο Πλούταρχος.

Κρίση Ζευγαριών: Ο Μακρόπουλος το λέει.

Επαγγελματική: Από εκεί να καταλάβεις που φτάσαμε. Δημιουργήσαμε κρίση από κλοπή πνευματικής ανοησίας, αγαπητή μου!        (μπαίνει η οικονομική κρίση)

Οικονομική: Μα τι βαρετές κρίσεις είστε εσείς; Τόσα χρόνια μες τη μουρμούρα….νομίζω ήρθε η ώρα για μια πραγματική κρίση!

Περιβαλλοντική: Και ποια είσαι εσύ δηλαδή, που παριστάνεις τη σπουδαία;

Οικονομική: Μπορείς να με φωνάζεις οικονομική και είμαι η σούπερ σταρ των κρίσεων! Από εμένα εξαρτώνται όλα!

Επαγγελματική: Καλέ τι μας λες; Εγώ είμαι η σημαντικότερη από όλες σας!

Κρίση Ζευγαριών: Όχι, εγώ είμαι!

Περιβαλλοντική: Σας το είπα και πριν: Εγώ είμαι!

Οικονομική:(επιτιμητικά) Νομίζετε! Είστε να βάλουμε ένα στοίχημα;

Επαγγελματική: Και βέβαια!

Κρίση Ζευγαριών: Μα φυσικά

Περιβαλλοντική: Οπωσδήποτε!

Οικονομική: Ωραία! Ας πάμε λοιπόν στον κόσμο να δούμε από τι πάσχει περισσότερο!

Περιβαλλοντική-Κρίση Ζευγαριών-Επαγγελματική: Εντάξει, πάμε!

(τη σκηνή έγραψαν οι: Γαμβρέλλης Χρήστος – Μαυροπούλου Εμμανουέλα)

Χορωδία: «Παιδιά των δρόμων»

Παιδιά των δρόμων

(στίχοι: Κώστας Λειβαδάς   μουσική: Γιώργος Ανδρέου)

Δες  πώς  αλλάζει  γρήγορα  πάλι

γρήγορα  πάλι  πώς  αλλάζει  ο  καιρός.

Ποιος  να  προλάβει  να  ησυχάσει;

Σύννεφα  γέμισε  ξανά  ο  ουρανός.

Τρέχουν  οι  σκάλες  και  τ’  αυτοκίνητα,

τρέχουν  οι  ανάγκες  μας  και  πίσω  εμείς.

Μες  στις  ψιχάλες  τα  λιγομίλητα

παιδιά  των  δρόμων  στάσου  για  να  δεις

πώς  περιμένουν  το  χειμώνα  το  βαρύ.

Και  κάθε  μέρα  κάθε  νύχτα

μας  σημαδεύει  μες  τα  μάτια  η  ζωή

κι  όλο  που  πάει  να  μας  πετύχει

εμείς  ξυπνάμε  πάλι  ζωντανοί.

Εργοδηγός  ή  βασιλέας,

ζητιάνος  ή  πρωθυπουργός,  μωρό  μου,

χωρίς την  πίστη  της  παρέας

καθένας  ένας  είναι  κι  ορφανός,

μια  μαριονέτα  του  θανάτου

στο  χρόνο  μέσα  τσακισμένος  κι  έρημος.

3η Σκηνή: «Επαγγελματική κρίση»

(στο θυρωρείο στέκονται οι Μαγκίτης, Ευγενίδης και διαβάζουν εφημερίδα καθώς περιμένουν τον Προσωπάρχη)

Μαγκίτης: Άκου, ρε φίλε, να φρικάρεις!

Ευγενίδης: (ειρωνικά) Τι έγινε; Πάλι τον ονειροκρίτη διαβάζεις;

Μαγκίτης: Αν θες να ξέρεις, ο ονειροκρίτης γράφει σοβαρά πράγματα, αλλά άκου εδώ! «Εγώ δηλαδή με θεωρούνε ειλικρινή άτομο, τι να πω για τον Πάριο; Ο Πάριος είναι ο Πάριος. Ο Πάριος ήταν από ανέκαθεν ο Πάριος. Ο Πάριος ήταν και θα είναι πάντα ο Πάριος. Πάριος θα μείνει, η μοίρα των μεγάλων, εγώ στο λέω. Ανέκαθεν».
Ευγενίδης: Θεέ και κύριε, αυτά είναι χειρότερα από τα όνειρά σου! Ποιος τα λέει αυτά;

Μαγκίτης: Γνωστή αοιδός!

Ευγενίδης: (μονολογώντας) Μάλιστα, κύριε! Αυτή να λέει τέτοια και να χρυσοπληρώνεται κι εμείς να πρέπει να παρουσιαστούμε στον κύριο Προσωπάρχη, για να δώσουμε εξετάσεις πιστοποίησης ικανοτήτων!

Μαγκίτης: Και καλά, ρε Ευγενίδη, εμένα δεν με συμπαθεί ο Προσωπάρχης. Εσένα όμως, που είσαι όλη μέρα «με το σεις και με το σας», γιατί θέλει να σε απολύσει;

Ευγενίδης: Ε, όχι και να με απολύσει, ρε Δημήτρη! Απλά ψάχνουν να βρουν έναν τρόπο, για να βγει η εταιρεία από την κρίση.

Μαγκίτης: (ειρωνικά) Σωστά! Κι ο καλύτερος τρόπος είναι να πουν ότι για την κρίση φταίμε εμείς!

Ευγενίδης: Ε, τώρα γίνεσαι άδικος! Ο προσωπάρχης νοιάζεται για το καλό μας, θα δεις!

Μαγκίτης: Άδικος; Άσε, φίλε, γιατί το είδα το όνειρο!

Ευγενίδης: Α, μπα; Και τι είδες αυτή τη φορά;

Μαγκίτης: Ήμουνα, λέει, καλόγερος στην Κωνσταντινούπολη και μια μέρα, καθώς τηγάνιζα εφτά ψάρια, αυτά πήδησαν απ’ το τηγάνι σε ένα ρυάκι και την κοπάνησαν.

Ευγενίδης: Ε, και τι θέλεις τώρα; Να γίνω κι εγώ καλόγερος και να πάω να σου τα φέρω πίσω; ….Τι σχέση έχουν, μωρέ, τα ψάρια σου με την κουβέντα μας;

Μαγκίτης: Μα είναι απλό: Όπως πάρθηκε η Κωνσταντινούπολη, έτσι και σε μας, θα μας πάρουν τη δουλειά μας οι ξένοι!

Ευγενίδης: Άσε, ρε …Παλαιολόγε!

(μπαίνει ο Προσωπάρχης)

Προσωπάρχης: (με ύφος μειλίχιο) Καλησπέρα, κύριοι, ελάτε, καθίστε (στο σαλόνι) ! ..Λοιπόν, αγαπητοί μου, μελετήσατε τις οδηγίες που σας δώσαμε για τη βελτίωση του image του δικού σας αλλά και της εταιρείας μας. …Της εταιρείας μας βεβαίως, βεβαίως;

Ευγενίδης: Βεβαίως, κύριε προσωπάρχη!

Προσωπάρχης: (ευγενικά στον Ευγενίδη) Ευχαριστώ, κύριε Ευγενίδη. …Σήμερα, όπως γνωρίζετε, θα δώσετε εξετάσεις πιστοποίησης ικανοτήτων. Και η εξέταση αυτή θα γίνει με τη βοήθεια κατοίκων της πολυκατοικίας, που παριστάνουν τους πελάτες. Εσείς θα τους ακούτε και μετά θα απαντάτε αναλόγως. …Αναλόγως βεβαίως, βεβαίως! Το καταλάβατε;

Ευγενίδης: Βεβαίως, κύριε προσωπάρχη!

Προσωπάρχης: (ευγενικά στον Ευγενίδη) Ευχαριστώ, κύριε Ευγενίδη. (εκνευρισμένα στο Μαγκίτη) Δεν βλέπω να απαντάτε κι εσείς, κύριε Μαγκίτη.

Μαγκίτης: (μουρμουρά μονολογώντας) Και το είδα το όνειρο με τα ψάρια. Να τη η στραβή!

Ευγενίδης: Δεν ξέρω τι όνειρο είδατε, κύριε Μαγκίτη, αλλά  εγώ  πάω να καθίσω δίπλα και να παρακολουθώ. Να θυμάστε! Από σας  εξαρτάται το αν θα πάρετε την αύξηση που ζητάτε ή κι αν ακόμα χάσετε τη δουλειά σας. …Τη δουλειά σας βεβαίως, βεβαίως!

(φεύγει)

Χορωδία: «Balbul»

Balbul

(Arto Tuncboyaciyan)

(στίχοι-διασκευή μουσικής: Χρήστος Γαμβρέλλης)

Όλα στη ζωή, κι αν πονούν στην αρχή,

θλίψη κι αν γεννούν, κάποτε κι αυτά περνούν.

Γι’ αυτό – γι’ αυτό κι εγώ μέσ’ απ’ την ψυχή μου θα σου τραγουδώ.

Γι’ αυτό – γι’ αυτό κι εσύ την ελπίδα κράτα κι έλα να με βρεις!

Όσο – όσο κι αν πονάς, μάθε στη ζωή σου να χαμογελάς!

Αν πολύ – πολύ το θες, το αύριο θα γίνει καλύτερο απ’ το χθες!

Balbul bal-balbul

mevolare – mevolare bal-balbul

4η Σκηνή: «Πιστοποίηση δεξιοτήτων»

(μπαίνει και μιλά από το δρόμο με αμερικάνικη προφορά)

Κος Χαρούλης: Καλησπέρα σας, κύριοι! Today I am very happy. Σήμερα είμαι πολύ χαρούμενος!

Μαγκίτης:  Καλά, και τι μας το λες, ρε μάγκα; Μαζί την έχουμε τη χαρά;

Ευγενίδης: (με επίπλαστη ευγένεια) Α, μα αυτό είναι πολύ ωραίο, κύριε Χαρούλη! Και σε τι οφείλεται η χαρά σας, αν επιτρέπετε;

Κος Χαρούλης: Να, …You know, ξέρετε, μόλις με ειδοποίησαν από την εταιρεία μου, my company,  ότι φέτος αυξήσαμε τα έσοδά μας κατά 60%.

Ευγενίδης: Σοβαρά; Απίστευτο! Συγχαρητήρια, κύριε Χαρούλη! (συμπερασματικά προς τον Μαγκίτη) …Φαίνονται οι άξιοι άνθρωποι!

Μαγκίτης: (στον Ευγενίδη) Ποιοι άξιοι, μωρέ; Καμιά λομογιά θα έχει κάνει το λαμόγιο. Άκου 60% πάνω. Η Εφορία το ξέρει άραγε; (στον Χαρούλη) Τα ’κονόμησες, μεγάλε, έτσι;

Κος Χαρούλης: Oh yes, very good business! Πολύ καλές δουλειές!

Μουρμούρα: Ναι, αλλά με εμένα υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα που αφορά ειδικά εσάς, κύριε Μαγκίτη! …Είστε συντηρητής έτσι;

Μαγκίτης: Φήμες…

Ευγενίδης: ..Εννοεί ότι βεβαίως και είναι συντηρητής!

Μουρμούρα: Μάθετε λοιπόν ότι στο δωμάτιο που μένω βούλωσε η λεκάνη της τουαλέτας  και καταλαβαίνετε….

Μαγκίτης: Η λεκάνη; Αμάν πια μ’ αυτή την τύχη μου! Κι άλλη στραβή; Απόψε έχει αγώνα! Πού να τρέχω πάλι μες τα  ….απόνερα;

Ευγενίδης: Μείνετε ήσυχη, κυρία Μουρμούρα μου! Θα το λύσω εγώ το πρόβλημά σας. Άλλωστε μου αρέσουν οι προκλήσεις.

Μουρμούρα: Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Ευγενίδη. Το είπα, ξέρετε, και στον άλλο συνάδελφό σας το receptionist, αλλά δεν έγινε τίποτα!

Μαγκίτης: Το receptionist; Ποιον; Τον κύριο ξερόλα; Αφού είναι εντελώς άσχετος, το ούφο. Με γλείψιμο την πήρε τη δουλειά, ο …σαλίγκαρος.

Ευγενίδης: Μη στενοχωριέστε, κυρία Μουρμούρα, ίσως ο συνάδελφος να μη γνώριζε πώς να λύσει το συγκεκριμένο πρόβλημα. Όπως σας είπα όμως θα το λύσουμε εμείς.

Κος Αλτσχάιμερ: Das ist klar! Εντάξει τότε να πηγαίνουμε. …Α, ξέχασα! Ich habe vergessen! Έχω κι εγώ ένα μικρό πρόβλημα. Ein kleines Problem.

Ευγενίδης: Μα γι’ αυτό είμαστε εδώ, κύριε Αλτσχάιμερ, για να το λύσουμε!

Μαγκίτης: Κι άλλο πρόβλημα; (σκασμένος) Ε, ρε, ποιος έχασε την τύχη του, για να την βρούμε εμείς; (στον κο Αλτσχάιμερ) …Για ρίχ ’τα, ρε κύριε Αλτσχάιμερ!

Κος Αλτσχάιμερ: Ο σκύλος μου, ξέρετε, πρέπει να Pis….πώς το λέτε εσείς εδώ, ….να πάει προς νερού του, …..στις δύο το βράδυ, aber ich slafe .. εγώ κοιμάμαι εκείνη την ώρα. Μήπως θα μπορούσε να τον πάει κάποιος από σας;

Μαγκίτης: (εκνευρισμένα) Ο σκύλος, ε; Μήπως χάλασε και το air-condition  και θέλετε να σας κάνουμε και αέρα;

Ευγενίδης: (κατευναστικά) Ε, φοβάμαι ότι αυτό δεν θα το μπορέσω, κύριε Αλτσχάιμερ μου. Εκείνη ακριβώς την ώρα είμαι απασχολημένος. …Κοιμάμαι κι εγώ, ξέρετε.

Κος Χαρούλης:  (φεύγοντας με τους άλλους ενοχλημένος) Α, κύριοι δεν μας βοηθάτε, δεν μας βοηθάτε, θα διαμαρτυρηθούμε στη Διεύθυνση. Τι σέρβις είναι αυτό; …..χαίρετε!

Μαγκίτης: (σκασμένος) Πού θα πάει; Νύχτα είναι και θα περάσει!

Χορωδία: «Εφάπαξ»

Εφάπαξ

Στίχοι: Σούσης Ισαάκ    Μουσική: Μαχαιρίτσας Λαυρέντης

Όλη μου τη ζωή κρυβόμουνα, γιατί

το θελα μα φοβόμουνα να φύγω.

Κάποτε αγάπη έλεγα αυτή την ενοχή,

μα τώρα μ’ εκδικείται λίγο λίγο.

Όλη μου τη ζωή μου ‘βγαινε η ψυχή

κάτι να θυμηθώ κάτι ν αρχίσω

Να ναι καλά οι φίλοι κι οι λογαριασμοί

και να μη χρειαστεί να τα σκαλίσω

Κάτι να θυμηθώ κάτι ν αρχίσω

Μου μάθαν να μισώ, να αρκούμαι στο μισό,

να χάνω, να κερδίζω, να ποντάρω,

να παίρνω διαταγές, να σπάω επιταγές,

σε κάθε ευκαιρία να κορνάρω.

Να σφίγγω τα λουριά με τόση μαστοριά,

να βρίσκω μία λύση στο ποδάρι,

να κλείνω τα πατζούρια και, μόνη συντροφιά,

να σφίγγω πιο πολύ το μαξιλάρι,

να βρίσκω μία λύση στο ποδάρι.

Όλη μου τη ζωή μια δεύτερη, κρυφή,

αγέννητη ζωή μ’ ακολουθούσε.

Δε κοίταζε στα μάτια, δεν ήταν φορτική,

δε μίλαγε, μα όλα τα ζητούσε.

Μια θάλασσα μικρή μ’ ακολουθούσε

5η σκηνή: «Με το κεφάλι ψηλά»

Προσωπάρχης: (τους πλησιάζει με ύφος μειλίχιο) Ναι… Ο ιδιοκτήτης, κύριοι, δεν έμεινε ιδιαίτερα ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα που φέρατε. Πρέπει να εντείνετε τις προσπάθειές σας!
Ευγενίδης: Τι εννοείτε, κύριε Προσωπάρχη;

Μαγκίτης: (Στον Ευγενίδη) Θες και μετάφραση, ρε; Λέει ότι είμαστε άχρηστοι!

Προσωπάρχης: (με ύφος μειλίχιο) Νομίζω μάλιστα ότι η πρόταση του σωματίου σας για αύξηση του μισθού σας είναι ….ανεφάρμοστη.

Μαγκίτης: (Στον Ευγενίδη) Μετάφραση: Στο κεφάλι σας έχετε  άχυρο και θέλετε και λεφτά;

Προσωπάρχης: Και δεν υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω ανέλιξή σας  στην επιχείρηση.

Μαγκίτης: (Στον Ευγενίδη) Μετάφραση: Να πεις και ευχαριστώ που δεν σε απολύουμε!

Ευγενίδης: (αποφασιστικά) Αν είναι έτσι, κύριε Προσωπάρχη, επιτρέψτε μου κι εμένα να πω ότι οι συνθήκες εργασίας μας εδώ δεν είναι οι ιδανικότερες.

Μαγκίτης: (Στον Προσωπάρχη) Μετάφραση: Δουλεύουμε σαν σκλάβοι.

Ευγενίδης: Αισθανόμαστε συνεχώς τον αυστηρό έλεγχό σας,

Μαγκίτης: μας κάτσατε στο σβέρκο

Ευγενίδης: απομυζάτε όλη μας τη δύναμη

Μαγκίτης: μας πίνετε το αίμα,

Ευγενίδης: κι αυτό είναι δυσβάσταχτο

Μαγκίτης: Ε, ..πήξαμε πια!

Ευγενίδης: γι’ αυτό και παραιτούμαι!

Μαγκίτης: Γι’ αυτό και την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια.

Ευγενίδης: Χαίρετε!

Μαγκίτης: Άιντε και γεια! Άιντε και γεια!

Χορωδία: «Σ’ αγαπάω»

Σ’ αγαπάω

στίχοι-μουσική: Ρόκκος Στέλιος

Θα περάσει το ξέρω θα περάσει

κι αυτή η νύχτα που διαβόλια μ’ έχουν πιάσει

μα φοβάμαι πως κι απόψε αν δε σε δω

κάποια τρέλα θα κάνω και θα ‘ρθω

Δε με πίστεψες ποτέ, δε με άφησες, καημέ,

να σου δείξω το πόσο σ’ αγαπάω

Δε σε χόρτασα κι εγώ και σε έχω σα Θεό

κι όπου πάω μαζί σε κουβαλάω

Σ’ αγαπάω

Θα γελάσει το ξέρω θα γελάσει

η ψυχή μου κάποια μέρα θα γελάσει

και θα είναι εκείνη η μέρα που θα ‘ρθεις

σαν τραγούδι ξεχασμένο να με βρεις

Δε με πίστεψες ποτέ, δε με άφησες καημέ

να σου δείξω το πόσο σ’ αγαπάω

Δε σε χόρτασα κι εγώ και σε έχω σα Θεό

κι όπου πάω μαζί σε κουβαλάω

Σ’ αγαπάω

Δε σε χόρτασα κι εγώ και σε έχω σα Θεό

κι όπου πάω μαζί σε κουβαλάω

Σ’ αγαπάω

6η σκηνή: «Κρίση συνεννόησης» 

(Ο Γιώργος διαβάζει εφημερίδα στο σαλόνι και μιλά με τον Κώστα στο θυρωρείο)

Γιώργος: Τι έγινε, λοιπόν, ρε Κώστα, εδώ θα τον πίνουμε τώρα τον καφέ μας;

Κώστας: Ε, ναι! Ιδέα του θυρωρού: μετατρέπουμε την είσοδο της πολυκατοικίας σε καφενείο και πουλάμε σε τιμή κόστους. Το χρήμα ανακυκλώνεται ανάμεσα στους ένοικους και η κρίση πάει περίπατο! …Προσέλαβε μάλιστα και μια υπάλληλο για τις παραγγελίες.

Γιώργος: Α, ωραία! Αρκεί, βέβαια, να έχει προσλάβει καμιά δικιά μας, γιατί αλλιώς θα έχουμε πρόβλημα.

Κώστας: Τι εννοείς!

Γιώργος: Άκου εδώ τι γράφει!

Κώστας: ..Για λέγε!

Γιώργος: «Μεγάλης κλίμακας εισροή ξένων εργαζομένων εντείνει το πρόβλημα της ανεργίας. Επιπρόσθετα δε υποβαθμίζει τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αφού το νησί μας έχει γίνει μια σύγχρονη Βαβέλ»…

Κώστας: Ε, όχι και Βαβέλ! Νομίζω ότι τα παραλέει. Εντάξει, έχουμε ξένους, αλλά όχι ότι δεν μπορούμε και να συνεννοηθούμε… στο κάτω-κάτω εμείς και φιλόξενοι άνθρωποι είμαστε και …..ξέρουμε και ξένες γλώσσες.

(έρχεται η Ιταλίδα σερβιτόρα)

Σερβιτόρα: Μπονασέρα, σενιόρι..

Γιώργος: (νομίζοντας ότι είναι Ελληνίδα) Καλησπέρα, κοπελιά! Μας πέρασες για ξένους, ε; Μίλα κανονικά όμως. Έλληνες είμαστε κι εμείς!

Κώστας: (προς τη σερβιτόρα, η οποία αντιδρά σαν να μην ακούει καλά)

…Ναι, πιάσε σε παρακαλώ ένα βαρύγλυκο για το φίλο μου κι εμένα έναν με ολίγη! Α, και πού είσαι; Αν υπάρχει μεζές για ούζο, ξεκίνα να τον φτιάχνεις σιγά- σιγά, γιατί λέμε να πιούμε κανένα καραφάκια μετά! (προς το Γιώργο) ……..Για λέγε λοιπόν, τι έλεγες;

(η σερβιτόρα τους κοιτά ακίνητη)

Γιώργος: (προς τη σερβιτόρα διευκρινιστικά)  …Κοπελιά…Βαρύγλυκος για μένα, …με ολίγη για το φίλο μου… και το μεζέ για το ούζο παρακαλώ!

(η σερβιτόρα τους κοιτά ακίνητη)

Γιώργος: (ενοχλημένος) Ρε κορίτσι μου, τι κοιτάς έτσι; Δυο πράγματα σου παραγγείλαμε! (στον Κώστα) Γι’ αυτό, φίλε μου, θα μας φάνε οι ξένοι τις δουλειές: Εμείς δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας! Μ’ αρέσει που ήθελα και Ελληνίδα!

Κώστας: Έλα, ηρέμησε, ρε Γιώργο!

(προς τη σερβιτόρα) Κορίτσι μου, μιλάς Ελληνικά; (η σερβιτόρα λέει όχι με νοήματα) 

Ντου γιου σπιικ ινγκλις; (η σερβιτόρα λέει όχι με νοήματα)

Γιώργος: Παρλέ βου φρανσέ; (η σερβιτόρα λέει όχι με νοήματα)

Κώστας: Σπρέινχεν ζι ντόιτς; (η σερβιτόρα λέει όχι με νοήματα)

Γιώργος: Παρλάρε ιταλιάνο;

Σερβιτόρα: (χαρούμενη) Σι, σι! Ίο πάρλο Ιταλιάνο.(ναι, μιλώ Ιταλικά)

….. Ίο σόνο Ιταλιάνα καμαριέρε ντι Νάπολι! (είμαι Ιταλίδα σερβιτόρα από τη Νάπολη)

….. ίο σόνο εμιγκρέ (είμαι μετανάστης)

Κώστας: Α, ωραία! (στο Γιώργο) Είδες; Ιταλίδα είναι!

Γιώργος: (στη σερβιτόρα) Ωραία! Το καταλάβαμε, είσαι Ιταλίδα! …Τσάκα τώρα τους καφέδες!

Κώστας: Και το ουζάκι, και το ουζάκι με το μεζέ! Μην ξεχνιόμαστε! (η σερβιτόρα τους κοιτά αποσβολωμένη)

Σερβιτόρα: Μι σκούζι; (με συγχωρείτε;)

Κώστας: (ενοχλημένος) Ποιος σκούζει, κορίτσι μου; Το μεζεδάκι, λέμε, βάλ’ το σε ένα κουτί και φέρε το αργότερα με το ούζο!

Σερβιτόρα: (ζητά επιβεβαίωση) Σκάτολα; (κουτί;)

Γιώργος: (εριστικά) Ε, τώρα μας προσβάλλεις! Δηλαδή τι θέλεις να πεις; Ότι σου βρωμάμε κιόλας; Αν θες να ξέρεις, κυρία μου, για να πλυθώ εγώ, ξοδεύω έναν τόνο νερό!

Σερβιτόρα:  (ζητά επιβεβαίωση) Άκουα; (νερό;)

Γιώργος: Αμ δεν άκουες, κορίτσι μου! Δεν άκουες, μας λες βρομιάρηδες και καθυστερείς!   Πότε θα τον πιούμε αυτό τον καφέ; Σε καμιά βδομάδα;

Σερβιτόρα: (ζητά επιβεβαίωση) Σετιμάνα; (εβδομάδα)

Γιώργος: (απελπισμένος) Ε, τώρα σε τι μάνα, σε τι πατέρα, θα σε γελάσω!

Σερβιτόρα: (φεύγει, πετά την ποδιά και μονολογεί) .. Ιντιούστα ποβερτά!! (άδικη φτώχεια)

Κώστας: (σκεφτικός)  Τώρα κάτι είπε αυτή αλλά δεν το κατάλαβα…..Για λέγε λοιπόν! Τι έλεγες;

Γιώργος: Έλεγα πως άμα δεις εσύ καφέ, εμένα να μου γράψεις!

Χορωδία: «Ελένη»

Ελένη

στίχοι-μουσική:  Γιώργος  Σταυριανός

Στάσου,  στάσου,  δες  τα  σφάλματά  σου

ο  καιρός  αρχίζει  και  περνά.

Βιάσου,  βιάσου,  κάνε  την  καρδιά  σου

δάσος  μεθυσμένο  με  πουλιά

Δεν  είν’  η  Ελένη  που  σε  περιμένει

μια  ζωή  χαμένη  τρέχει  ολοταχώς.

Στην  πολιορκία  πέφτει  πάντα  η  Τροία,

βγάλε  την  τελεία,  ψάξε  για  το  πώς!

Έχεις  μάθει  μια  ζωή  στα  λάθη

η  ζωή  σε  παίζει  στα  ψηλά.

Ύψη – βάθη  και  ποιος  να  σου  μάθει

πως  η  αγάπη  μένει  στα  γιαπιά.

7η σκηνή: «Η Υγεία σε κρίση»

(ο γιατρός βγαίνει από τα διαμερίσματα, όταν έρχονται στην είσοδο οι Αβλαβία και η Ξένια)

Γιατρός: Καλημέρα, κορίτσια!

Αβλαβία: Καλημέρα, γιατρέ!

Ξένια: Καλημέρα, γιατρέ, πώς είστε;

Γιατρός: Πολύ καλά, Ξένια,  ευχαριστώ.… Κορίτσια, ευχαριστώ που ήρθατε, γιατί έχω πολλούς έκτακτους ασθενείς σήμερα.

Ξένια: Εδώ θα τους δεχτείτε, γιατρέ;

Γιατρός: Ναι, εδώ! Γι’ αυτό ας μείνεις εσύ, Ξένια, εδώ στη θέση της θυρωρού, να υποδέχεσαι τον κόσμο και η Αβλαβία θα με βοηθά μέσα. (φεύγει στα παρασκήνια να φορέσει την ποδιά)

Αβλαβία: (η κυρία Γλυκοφρύδου έρχεται από το δρόμο) Α, να! Φαίνεται πως η πρώτη έφτασε κιόλας.

Γλυκοφρύδου: (στην Ξένια)  Αδελφή, το γιατρό γρήγορα, αδελφή…..

Ξένια: Ελάτε, κύρια Γλυκοφρύδου, μην κάνετε έτσι….

Γλυκοφρύδου: Πώς να μην κάνω έτσι, αδελφή! Είμαι στο κατώφλι του θανάτου σας λέω..

Ξένια: (καθησυχαστικά) Κι εγώ σας λέω να μην στενοχωριέστε. Ο γιατρός θα σας βοηθήσει να το περάσετε (μπαίνει ο γιατρός)

Γλυκοφρύδου: (ενοχλημένη) Τι είπατε;

Ξένια:Λέω, καλέ, να περάσετε το κατώφλι του θανάτου και να επιστρέψετε στη ζωή.

Γιατρός: (επιστρέφοντας) Α, εσύ είσαι, κύρια Γλυκοφρύδου; Τι έχουμε πάλι σήμερα;

Γλυκοφρύδου: Έχω πάλι εκείνο το φοβερό πονοκέφαλο, γιατρέ μου.

Γιατρός: (σκεφτικός) Πάλι, ε; Μα πώς τα καταφέρνεις; Παίρνεις κάτι γι’ αυτό;

Γλυκοφρύδου: Ένα λίτρο κρασί από το προηγούμενο βράδυ, γιατρέ μου.

Γιατρός: (δεικτικά)  Ένα λίτρο, ε; Τότε, κύρια Γλυκοφρύδου μου, φοβάμαι ότι δεν είσαι στα πρόθυρα του θανάτου αλλά του αλκοολισμού.

Γλυκοφρύδου: (ενοχλημένη) Εγώ; Μα πώς είναι δυνατόν;

Αβλαβία: Είναι! Ο κύριος Ιπποκράτης δεν κάνει λάθη.

Γλυκοφρύδου: (προσβεβλημένη) Γιατρέ, το να με θεωρείτε αλκοολική είναι πολύ βαρύ! Θα ήθελα να έχω και μια δεύτερη γνώμη, παρακαλώ!

Γιατρός: Δεύτερη γνώμη; Βεβαίως! Είσαι και άσχημη. Γι’ αυτό, στο καλό και καλημέρα! Αβλαβία, συνόδεψέ την κυρία σε παρακαλώ. (τη διώχνει και καλεί τον επόμενο πελάτη) Άλλοος!! (Μπαίνουν υστερικά οι Ασπασία και Λουκία, που από πριν μιλούσαν στη είσοδο με την Ξένια)

Ασπασία: Γιατρέ μου, δεν είμαι καλά!

Λουκία: Ούτε εγώ!

Γιατρός: (εκνευρισμένος) Ούτε εγώ!

Αβλαβία: Πράμα που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει!

Ασπασία: Γιατρέ, πρέπει να με κάνετε αμέσως καλά! Να σκεφτείτε, πολλές φορές θέλω να σκοτώσω τον εαυτό μου.

Αβλαβία: (καθησυχαστικά) Α, κυρία μου θα σας μαλώσω! Αυτό αφήστε το στο γιατρό.

Ασπασία: Ποιο, καλέ; Το να με σκοτώσει;

Αβλαβία: (επεξηγηματικά)  Όχι, καλέ, το να σας κάνει καλά εννοώ. Τώρα που τον επισκεφθήκατε, θα σας κάνει καλά!

Ασπασία: Α, γιατί πάει ένας μήνας τώρα που το προσπαθώ, αλλά όλο το αναβάλλω!

Αβλαβία: Ποιο; Το να αυτοκτονήσετε;

Ασπασία: Όχι, βρε παιδί μου! Το να επισκεφθώ το γιατρό. Αλλά δεν το αποφάσιζα.

Γιατρός: (διερευνητικά) Δεν το αποφασίζατε, ε; Για πείτε μου, κυρία Ασπασία: Δυσκολεύεστε τακτικά να πάρετε μια απόφαση;

Ασπασία: (διστάζει) Τι να σας πω, γιατρέ μου; ….και ναι και όχι!

Γιατρός: Μάλιστα! Κάποιο άλλο σύμπτωμα;

Ασπασία: (ενθουσιασμένα) Όποτε πάμε για μπαρ κρόουλ ..

Γιατρός:Τι είναι αυτό;

Ασπασία: Μπαρότσαρκα, καλέ! Το έχω παρατηρήσει: Το επόμενο πρωί που ξυπνάω αισθάνομαι πονοκέφαλο, ναυτία και δε με κρατάνε τα πόδια μου. ….Μετά από ένα τέταρτο όμως, όλα μου περνάνε… Τι λέτε να κάνω;
Γιατρός: Να σηκώνεστε ένα τέταρτο αργότερα. (στη Λουκία)  Εσείς τι έχετε, κυρία Λουκία;

Λουκία: Εγώ, γιατρέ μου,  βλέπω συνέχεια μπλε και άσπρες κηλίδες
Γιατρός: Μάλιστα! Και.. έχετε δει οφθαλμίατρο;
Λουκία: Όχι, μόνο μπλε και άσπρες κηλίδες…

Γιατρός: Μα τα γυαλιά δε σας βοηθούν;

Λουκία: Βέβαια! Όποτε τα φορώ, βλέπω τις κηλίδες πιο καθαρά.

Γιατρός: Μάλιστα! Κάποιο άλλο σύμπτωμα;

Λουκία: Ναι, αμέ! Όποτε πάμε για για μπαρ κρόουλ ….

Γιατρός: (διευκρινιστικά) Μπαρότσαρκα!

Λουκία: Καλέ γιατρέ, πώς τα λέτε έτσι; Τέλος πάντων, μπαρότσαρκα ….με την Ασπασία και πιούμε κάτι παραπάνω, μετά που πίνω καφέ για να ξεμεθύσω, με πιάνει ένας πόνος στο δεξί μου μάτι.  (ο γιατρός γράφει εν τω μεταξύ τη συνταγή)

Αβλαβία: (κάνοντας ότι πίνει καφέ) Δοκιμάσατε να βγάλετε το κουταλάκι;

Λουκία: Όχι, …γιατί, έπρεπε;

Γιατρός: Λοιπόν, κυρίες μου, το πρόβλημά σας είναι κοινό. Γι αυτό και οι δυο θα παίρνετε τα ίδια χάπια. Το πρωί το κόκκινο χάπι με ένα ποτήρι νερό, το μεσημέρι το πράσινο χάπι με δύο ποτήρια νερό και το βράδι το γαλανό χάπι με τρία ποτήρια νερό.
Ασπασία: Μα τι έχουμε γιατρέ μου ;

Λουκία: Είναι τόσο σοβαρό;
Γιατρός: (γνωματεύει επίσημα) Βεβαίως! Δε πίνετε πολύ νερό, ενώ το έχετε ξεφτιλίσει στο αλκοόλ. Άιντε στη ευχή του Θεού! (τις διώχνει και καλεί τον επόμενο πελάτη) Άλλοος!!

Χορωδία: «Ασπρομόντε» 

Ασπρομόντε  

στίχοι-μουσική: Παπακωνσταντίνου Θανάσης

Στου Ασπρομόντε τις πλαγιές και στο χωριό Ροχούδι

μέσα από τα χαλάσματα-α-α-α  ακούγεται τραγούδι

Αν πλησιάσεις θα τους δεις μαέστροι αποθαμένοι

πίνουν ομίχλη για κρασί-ι-ι-ι, σου μοιάζουν μεθυσμένοι

Λαριόλα ριόλα λα, Λαριόλα λέο

Λαριόλα ριόλα λα, Λαριόλα λα

Κιθάρα παίζει ο Ντε Αντρέ με πεταχτά ακόρντα

κι ο Πιραντέλο λάμπει, δες, στου σαρκασμού τα δόντια

Ο Τσέζαρε, απόμακρος, βαρύ τσιγάρο στρίβει

όλα τα πάθη του έριξε σε πέτρινο λιοτρίβι

Λαριόλα ριόλα λα, Λαριόλα λέο

Λαριόλα ριόλα λα, Λαριόλα λα

Αέρας παίρνει τον αχό και γρήγορα τα νέα

φτάνουν στου Βούα το γιαλό και στην Αμεντολέα

Τ’ ακούν κι οι Συβαρίτισσες – κι αυτές ξετρελαμένες –

φτεροκοπάνε, φτάνουνε γυμνές και μυρωμένες

Λαριόλα ριόλα λα, Λαριόλα λέο

Λαριόλα ριόλα λα, Λαριόλα λα

Κι ένας βοσκός αμέριμνος, που πρόβατα γρεκίζει

μαντόνα μία  μουρμουράει, το δρόμο συνεχίζει

Δεν ξέρει από ρήγματα, δε βλέπει εφιάλτες

ούτε γνωρίζει πως κρατά όλη τη γη στις πλάτες

8η Σκηνή: «Κρίση στα ζευγάρια»

(Στην είσοδο της πολυκατοικίας η Κατίνα, η θυρωρός, συναντά ένα πλασιέ…)

Πλασιέ: (τραυλίζοντας) Μμμε συγχωρείτε, μήπως ξέρετε, αν είναι πάνω ο Κύριος Μελετάκης;

Κατίνα: Ναι, πάνω είναι νομίζω. Τι τον θέλετε;

Πλασιέ: Ννα του πουλήσω αυτό το βιβλίο.

Κατίνα: (σκεπτική) Του κυρίου Μελετάκη; Μα αυτός δεν διαβάζει ούτε εφημερίδα!

Πλασιέ: (τραυλίζοντας) Δεν ππειράζει… εγώ θθα του το ππουπλήσω…

Κατίνα: Μάλιστα! Ε, καλή επιτυχία τότε! (φεύγει προς τα διαμερίσματα)

Πλασιέ: Ευχχχαριστώ! (Μπαίνει στο διαμέρισμα καθώς συναντιούνται στη είσοδο η κυρία Σούλα με την κα Φρόσω)

Φρόσω: Ω, την κυρία Σούλα, τι κάνετε;

Σούλα: Τι να κάνω κυρία Φρόσω μου, μάτι δεν έκλεισα πάλι όλη νύχτα…

Φρόσω: Μα γιατί έτσι; …(κουτσομπολίστικα) Μήπως το γνωστό ζευγάρι με την ψηλομύτα κυρία του ρετιρέ;

Σούλα: (κουτσομπολίστικα) Το γνωστό… Μέχρι τις τρεις μαλώνανε …..δεν νύσταξαν πια;

Φρόσω: (υπαινικτικά) Για το γνωστό θέμα να μαντέψω;

Σούλα: Το γνωστό: η κυρία βάζει πάνω απ’ όλα τη δουλειά και την καριέρα της, η ψηλομύτα!

Φρόσω: Ναι, και ξεχνά την οικογένειά της. (μονολογεί σαν να τα ψέλνει στην καριερίστα) Πού πας, κυρία μου, όλη μέρα; Μαγείρεψες του άντρα σου; Έστρωσες τα κρεβάτια; Σκούπισες; Σφουγγάρισες; Σιδέρωσες;

Σούλα: (συνηγορώντας) Αμέ! Έπιασες να κάμεις ένα κέντημα; Ένα γλυκό κουταλιού;

Φρόσω: Και.. το παιδί πού το πας το παιδί; Δεν έχει ψυχή αυτό;

(μπαίνει το ζευγάρι πάει προς το θυρωρείο)

Σούλα: Έρχονται, έρχονται! …Πάμε να κρυφτούμε! (φεύγουν)

Λάκης: Αλίκη, Αλίκη, περίμενε, ούτε το πρωινό μας δεν τελειώσαμε.

Αλίκη: (βιαστική) Σου το ξαναλέω, πρέπει να πάω στη δουλεία! Δεν προλαβαίνω…

Παιδί: (παραπονεμένα) Και στο πάρκο, πότε θα πάμε στο πάρκο, καλέ μαμά;

Αλίκη: (καθησυχαστικά) Την άλλη εβδομάδα, παιδί μου, σ’ το υπόσχομαι!

Παιδί: Ναι, καλά, έτσι μου είπες και την άλλη φορά, όταν σου ζήτησα παγωτό, κι ακόμα περιμένω…

Αλίκη: (αυστηρά) Είπα τη άλλη εβδομάδα!

Λάκης: Και τα σχέδιά μας;

Αλίκη: (υπεκφεύγοντας) Ποια σχέδια μας, Λάκη μου; Δεν σε καταλαβαίνω….

Παιδί: (επεξηγηματικά) Να μου πάρετε παγωτό, καλέ!

Λάκης: (ενοχλημένος) Τι δεν καταλαβαίνεις, Αλίκη; Εσύ δεν με έβαλες να κανονίσω με τους κουμπάρους να πάμε στο πάρκο; Έβαλες μάλιστα και τη γραμματέα σου να το σημειώσει στο ημερολόγιό σου!

Αλίκη: (υποκριτικά) Αααα τώρα που το λες κάτι σαν να θυμάμαι…

Λάκης: (την διακόπτει) Αλλά…

Αλίκη: (κατηγορηματικά) Αλλά η δουλεία προηγείται, μη το ξεχνάς!! (επιθετικά) Ειδικά εσύ μάλιστα που είσαι σχεδόν άνεργος.

Λάκης: (δεικτικά) Δεν είμαι άνεργος, Αλίκη! Σήμερα όμως είναι Κυριακή κι εγώ επιλέγω να μην δουλεύω τις Κυριακές. Επιλέγω την ευτυχία της οικογένειας και όχι της δουλειάς μου.

Παιδί: (απαιτητικά)  Εγώ θέλω παγωτό!

Λάκης: (απότομα) Σταμάτα κι εσύ με το παγωτό. Τώρα μιλάμε για την ευτυχία μας!

Παιδί: Κι εγώ για την ευτυχία μου μιλώ, καλέ μπαμπά! Θέλω παγωτό, σου λέω!

Αλίκη: Κι εγώ για τη δική μου. Η δουλειά μου με κάνει ευτυχισμένη. Αυτήν θέλω!

Λάκης: Ποια δουλειά, μωρέ, τα λεφτά σε κάνουν ευτυχισμένη εσένα!

Αλίκη: (έξαλλη) Ε, ναι, λοιπόν, κύριε Λάκη, τα λεφτά με κάνουν ευτυχισμένη. Κακό είναι;

Λάκης: (έξαλλος) Ε, ναι, λοιπόν, κυρία μου, κακό είναι. Είναι τόσο κακό, που απορώ: Θα με παντρευόσουν, αν ο πατέρας μου δεν μου είχε αφήσει αυτή την πολυκατοικία για κληρονομιά;

Αλίκη: (ειρωνικά) Α, τώρα με προσβάλλεις, Λάκη! Αφού το ξέρεις ότι εγώ θα σε παντρευόμουν ……όποιος και να σου είχε αφήσει την κληρονομιά.

Παιδί:  (τους διακόπτει προτού προλάβουν να συνεχίσουν τον καβγά) Σταματήστε! Δεν σας αντέχω άλλο! Συνέχεια μαλώνετε! …..Και δεν μου παίρνετε και παγωτό!!

Λάκης + Αλίκη: Είδες;;; Είδες τώρα τι έκανες;;;;

(χτυπάει το κινητό της γυναίκας)

Αλίκη: Ο Διευθυντής!… Πρέπει να φύγω, με περιμένουν… (φεύγει έξω)

Λάκης: Δεν είπα ακόμα τη τελευταία μου κουβέντα!!! Θα τα πούμε το βράδυ…(φεύγει εσωτερικά προς το διαμέρισμα)

(τη σκηνή έγραψαν οι: Γαμβρέλλης Χρήστος – Μαυροπούλου Εμμανουέλα)

Χορωδία: «Έλα ψυχούλα μου» 

Έλα ψυχούλα μου 

στίχοι: Σούσης Ισαάκ    Μουσική: Μαχαιρίτσας Λαυρέντης

Είσαι τόσο παιδί κατά βάθος είσαι τόσο καλό κατά λάθος

είσαι τόσο αφελής που άμα θέλεις μπορείς όσα χάνουν οι ξύπνιοι να βρεις.

Είσαι τόσο αστείο μορτάκι σου φιλάω και το δαχτυλάκι

που’ χει πάθει ζημιά τι τον θες τον καβγά τι τον θες αφού πιάνεις λαβράκι.

Έλα ψυχούλα μου έλα καρδούλα μου ξέρω δεν είσαι ότι δείχνεις

Άλλοι σε παίξανε  άλλοι σε μπλέξανε κλάψε γιατί όταν κλαις μικροδείχνεις.

Δάγκωσ’ τα χείλη σου είμαι μαντήλι σου, σβήνω τον πάγο απ’ το βλέμμα.

Έλα στραβάδι μου πιάσου απ’ το χάδι μου κατά εδώ μη σε πάρει το ρέμα.

Μη ποζάρεις σα μούτρο σε μένα, δε σε παίζω με φύλλα κρυμμένα

βρίσκω αυτή τη ρωγμή που η ζωή η ωμή το χαμένο λατρεύει κορμί.

Δεν υπάρχουν νερά του Ιορδάνη κι όταν πιάνεις μωρό μου λιμάνι

μην την ψάχνεις πολύ όλοι οι αμαρτωλοί όλοι είναι απ’ το ίδιο χαρμάνι

Έλα ψυχούλα μου…

9η σκηνή: «Ανατολικά της Ευρώπης»

(η Κατίνα η Θυρωρός στέκεται στο θυρωρείο, όταν μπαίνει ο Πλασιέ)

Πλασιέ: (τραυλίζοντας) Μμμε συγχωρείτε, μήπως ξέρετε, αν είναι πάνω ο Κύριος Μελετάκης;

Κατίνα: Α, εσύ είσαι πάλι; Τι τον θέλεις αυτή τη φορά;

Πλασιέ: Ννα του πουλήσω αυτό το βιβλίο.

Κατίνα: Γιατί μήπως του πούλησες το πρώτο;

Πλασιέ: Ββέβαια!

Κατίνα: (έκπληκτη)  Καλά, δεν το πιστεύω. Κατάφερες να του πουλήσεις βιβλίο, βρε θηρίο;

Πλασιέ: Νναι, γιατί;

Κατίνα: Βρε, αυτός δεν βλέπει τα ξένα έργα επειδή έχουν υπότιτλους! …Άσε που είναι και σπαγκοραμμένος…Τέλος πάντων, ….πάνω είναι, …πήγαινε!

Πλασιέ: Εευχαριστώ! (Μπαίνει στο διαμέρισμα καθώς έρχονται από το δρόμο)

Κατίνα: Καλημέρα, μαντάμ Συλβί!

Συλβί: (με γαλλική προφορά) Μπονζούρ, Κατινά!

Κατίνα: (μιμούμενη τη γαλλική προφορά) Μπονζούρ, και αμπαζούρ. Τι κάνει ο κύριος Μισέλ;

Συλβί: Πολύ καλά, Κατινά, ευχαριστώ. Πες μου, σε παρακαλώ, φάνηκαν μήπως η μαντάμ Μπρικίτε και η μαντάμ Βαλι;

Κατίνα: (απορώντας) Τη Μπριγκίτε τη Γερμανίδα την ξέρω, αλλά η Βαλί ποια είναι;;

Συλβί: Η Βαγγελιτσά, Κατινά, η Βαγγελίτσα!

Κατίνα: Α, τη Βαγγελιώ του κυρ Μήτσου, καλέ, εννοείς; …Όχι ακόμα! ….Α, να τες!

(εν τω μεταξύ έρχονται απ’ έξω οι δυο κυρίες με το Χανς)

Συλβί: Καλημέρα σας, ελάτε, καθίστε λίγο εδώ στο σαλόνι μέχρι να ετοιμαστεί ο Μισέλ και μετά φεύγουμε.

Χάνς: Γκούτε μόργκεν Συλβί. Βι γκετς; Τι κάνεις;

Συλβί: Πολύ καλά, Χανς, κι εσύ;

Χάνς: Άλες γκουτ.

Συλβί: Εσύ πώς είσαι, Βαλί; Ο Μήτσος;

Βαγγελίτσα: (διστακτικά) Ε, καλά είμαι αλλά ο Μήτσος…..

Χάνς: Was? Έπαθε τίποτα;

Βαγγελίτσα: (κατευναστικά) Όχι, αντιθέτως μου τραγουδά συνέχεια και με λέει Ρόζα.

Συλβί: Γιατί;

Βαγγελίτσα: Του ζήτησα διαζύγιο.

Χάνς: (απορεί)  Διαζύγιο;

Μπριγκίτε: (απορεί) Σου τραγουδά επειδή του ζήτησες διαζύγιο;

Βαγγελίτσα: (διερευνητικά) Πείτε μου κάτι: Εσάς σας βοηθάνε στις δουλειές του σπιτιού οι άντρες σας;

Μπριγκίτε: (με σιγουριά) Natürlich! Φυσικά! Εγώ  πιάνω μια μέρα τον Χάνς και του λέω “Κοίτα, Χάνς, δεν είμαι σκλάβα σου, δε μπορώ να τα κάνω όλα μόνη! Κούνα και λίγο τα χεράκια σου, ανέλαβε κ εσύ μια φορά το μαγείρεμα!”.

Βαγγελίτσα: (ανυπόμονα) Και τι έγινε;

Μπριγκίτε: Περνάει μια μέρα δε βλέπω τίποτα…Δεύτερη μέρα, τίποτα…Την τρίτη μέρα βλέπω τον Χάνς να τηγανίζει αυγά!

Χάνς: (υπερήφανος) Ναι, και την άλλη μέρα τηγάνισα και πατάτες (μπαίνει ο Μισέλ)

Μισέλ: Γεια σας! Με συγχωρείτε που άργησα, αλλά μου έτυχε μια δουλειά.

Χάνς: (δεν τον πιστεύει) Δουλειά; Εμένα μου μυρίζει Merito! ..για, πες μας την αλήθεια!

Μισέλ: Ε, να, μια μέρα η Συλβί μου λέει: “Άκου να δεις, αγάπη μου, δεν είμαι δούλη σου! Σιδέρωσε και κανένα πουκάμισο μόνος σου!”.

Βαγγελίτσα: (ανυπόμονα) Κι εσύ τι έκανες;

Συλβί: Περνάει μια μέρα δε βλέπω τίποτα…Δεύτερη μέρα, τίποτα…Την τρίτη μέρα βλέπω τον Μισέλ να σιδερώνει μόνος του!

Μισέλ: (με χαρά) Και τώρα αυτό έκανα: Σιδέρωσα τα πουκάμισα της γυναίκας μου.

Μπριγκίτε: Μπράβο, Μισέλ! (στη Βαγγελίτσα) Έτσι έπρεπε να κάνεις κι εσύ Βαγγελίτσα!

Βαγγελίτσα: Μα αυτό έκανα! … Πιάνω μια μέρα τον Μήτσο και του λέω “Άκου να δεις, Μητσάρα μου, κουράστηκα να τα κάνω όλα μόνη. Βάλε και εσύ ένα χέρι στο συμμάζεμα!

Συλβί – Μπριγκίτε: (ανυπόμονα) Και τι έγινε;

Βαγγελίτσα: Περνάει μια μέρα δε βλέπω τίποτα… Δεύτερη μέρα, τίποτα… Τρίτη μέρα, τίποτα… Τέταρτη μέρα, τίποτα… Ε… Κατά την πέμπτη μέρα κάτι άρχισα να βλέπω από το δεξί μάτι!

Συλβί – Μπριγκίτε: Απίστευτο! Και τι έκανες;

Βαγγελίτσα: Αίτηση διαζυγίου!

Χάνς: Καλά έκανες!Κι αυτός;

Βαγγελίτσα: Α, από τότε, που κατάλαβε ότι θα μείνει μόνος του, φοβήθηκε και είναι όλο γλύκες. Γι’ αυτό σας είπα ότι συνέχεια μου τραγουδά και με φωνάζει και Ρόζα.

Μισέλ: Ε, κάτι είναι κι αυτό! Ελάτε όμως, γιατί θα αργήσουμε κι έχω δυο πλυντήρια να σιδερώσω!

Χάνς: Μα κι εγώ τι νομίζεις; Τα παιδιά πεθύμησαν μουσακά και …καταλαβαίνεις! Πρέπει να ξεπαγώσω και τον κιμά, να αγοράσω μελιτζάνες…

 (πιάνονται αγκαζέ και φεύγουν)

Χορωδία: «Να μ’ αγαπάς» 

Να μ’ αγαπάς 

στίχοι: Νικολακοπούλου Λίνα    μουσική: : Libedinsky Carlos  

Να μ’ αγαπάς, να σταθούμε εδώ σε μια γωνιά

Να κοιταχτούμε λες κι ειν’ γιορτή, πρωτοχρονιά

Να με κρατάς αγκαλιά σφιχτά γιατί μου πήρε πολλά το εφτά

εκτός κι αν είπα εγώ το έλα σ’ όλα αυτά

Μακάρι να ‘ναι η καρδιά μου ρόδι τυχερό

να στο χαρίσω να στάζει αγάπη ένα σωρό

Στα μαξιλάρια και στο χαλί να ξεχαστώ να μου λες πολύ

κι ας κάνει ο φόβος κι άλλη τρύπα στο νερό

Να περπατάμε χέρι-χέρι ως το πρωί

του τραμ οι ράγες κάτι ξέρουν δεν μπορεί

Τα χρόνια φεύγουν, γοργά περνούν και μ’ αναμνήσεις μετά γυρνούν

μικρά τα ονόματα που όλα τα χωρούν

Να μ’ αγαπάς με τα λάθη μου όλα στη σειρά

στο σινεμά στο κορμί μου κόλλα τρυφερά

Δεν ειν’ ο κόσμος ιδανικός, για το ταξίδι είναι δανεικός

για να ‘χει όνειρα να κάνει ο ενικός

Να μου μιλάς μεσημέρι, βράδυ και πρωί στα

ξαφνικά, στο μικρό μπλακ άουτ της Δ.Ε.Η

Και μέχρι να ‘ρθει ξανά το φως, αυτός ο λόγος ο πιο κρυφός

θα δει ν’ ανοίγουμε μια πόρτα στη ζωή

Να μ’ αγαπάς εαυτέ μου σ’ έψαχνα παντού κι

ενώ ενοχές κι αντοχές μου ‘δίναν ραντεβού

απ’ τα ακριβά μου στα πιο φθηνά κι απ’ τη φωλιά μου στο πουθενά

συναντηθήκαμε στη μέση του καιρού

Να μ’ αγαπάς, να σταθούμε εδώ σε μια γωνιά

να κοιταχτούμε λες κι ειν’ γιορτή, πρωτοχρονιά

Να μου μιλάς σιγανά στ’ αυτί γιατί σ’ ακούνε την νύχτα αυτή

παλιά μου όνειρα που χρόνια είχαν κρυφτεί

10η Σκηνή: «Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά»

(Στην είσοδο της πολυκατοικίας η Κατίνα, η θυρωρός, συναντά με πλούσια οικογένεια, που έρχεται γεμάτη ψώνια, που κρατά η υπηρέτρια)

Κυρία: (στην Κατίνα) Α, εδώ είστε, κύρια Κατίνα; Τι κουραστική ημέρα κι αυτή!

Κύριος: Πράγματι!  χρειαζόμαστε επειγόντως διακοπές…

Κατίνα: (δεικτικά) Διακοπές; Από τι;

Κύριος: Μα από τις δουλειές μας, κύρια Κατίνα!

Κατίνα: (απορημένα) Με συγχωρείτε, αλλά τι δουλειά κάνετε; Όλη μέρα εδώ σας βλέπω..

Κύριος: Είμαι εισοδηματίας!

Κατίνα: Και τι δουλειά είναι αυτή;

Κύριος: Ε, να, κάθε 1η του μηνός οι Golden boys της Wall street, που χειρίζονται τις μετοχές μου, μού βάζουν στην τράπεζα τα λεφτά κι εγώ τα παίρνω και…

Κατίνα: Και τα τρώτε!

Κύριος: Ε, ναι, τα τρώω, τι θέλεις να τα κάνω;

Κυρία: (με ύφος στον άντρα της) Θυμάσαι, Άρη, την τελευταία φορά που πήγαμε στο Λονδίνο; Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μούτρα της βασίλισσας, όταν της είπες να φορέσει το pink καπελάκι!

Υπηρέτρια: (με λαχτάρα) Στο Λονδίνο, ε; Κυρία, φέτος θα με πάρετε κι εμένα μαζί σας;

Κυρία: (με ύφος) Φυσικά και θα σε πάρουμε, μικρή μου! Στον κύκλο μας είναι πολύ σικ να έχουμε μαζί μας κι ένα δουλικό. Κάποιος πρέπει να κουβαλάει τα ψώνια!

Υπηρέτρια: (με προσποιητή ευγένεια) Ευχαριστώ, κυρία!!

Κύριος: (με σοβαρό ύφος)  Ξέρεις, Τζάκι, σκεπτόμουν φέτος να περάσουμε απλά: Να πάμε , ας πούμε στον βόρειο αρκτικό  κύκλο και να μέναμε μέσα σε ιγκλού με τους Εσκιμώους.

Υπηρέτρια: Σε ιγκλού; Και δε φοβάστε μη γίνετε παγάκι, καλέ κύριε;

Κυρία: (με ύφος) Έχει δίκιο η υπηρέτρια, Άρη! Εγώ θα πρότεινα να πηγαίναμε στο Μεξικό να δούμε τους αρχαίους οικισμούς των Μάγια.

Υπηρέτρια: (απορημένα) Των Μάγια; Εγώ το μόνο που ξέρω από τους Μάγια είναι η Μάγια η μέλισσα!

Κυρία: (ενοχλημένη) Σιωπή ανόητη……. Έχω σκοπό να  πω  στις  φίλες μου την Τζίνα την Τζέσι την Τζέφι και την Τζούλια να έρθουν μαζί μας….. πάντα ήθελαν να δουν το Μεξικό.

Κύριος: Μπα, όχι! Και η κουτσή Μαρία πάει Μεξικό. Αλλού θα πάμε εμείς!

Υπηρέτρια: Πού, καλέ;

Κύριος: Μα μια βόλτα στο διάστημα με τα καινούργια αεροσκάφη, που  βγαίνουν έξω από την γήινη ατμόσφαιρα! Θα μας κοστίσει κάτι παραπάνω αλλά αξίζει τον κόπο!

 (Μπαίνει μέσα ένας υπάλληλος του κυρίου)

Υπάλληλος: (με αγωνία) Καταστροφή, καταστροφή κύριε!!

Κύριος: Τι έγινε;

Υπάλληλος: Η τράπεζά σας χρεοκόπησε. Πάνε οι καταθέσεις σας!

Κύριος: Οι μετοχές;

Υπάλληλος: Οι μετοχές σας αποδείχτηκαν «φούσκες». Δεν σας έμεινε τίποτα παρά μόνο κάποια χρέη.

Κύριος: ( με μεγάλη έκπληξη) Mα, τα golden boys…

Υπάλληλος:Ta golden boys σας ξεγέλασαν όπως και τόσους άλλους, κύριε!

Κύριος: (απογοητευμένος) Δηλαδή είμαστε πλέον πτωχοί;

Υπάλληλος: Πάμπτωχοι!

Κύριος: (απογοητευμένος) Ώστε έτσι λοιπόν, τέρμα το τσάι με τη βασίλισσα της Αγγλίας…

Κυρία:… Τέρμα οι διακοπές και τα σπα!

Υπηρέτρια:(απορημένα) Ποια σπαν καλέ κυρία;

Κυρία: (εκνευρισμένα) Τα νεύρα μου.  (εξηγεί) Φτωχύναμε, κορίτσι μου, φτωχύναμε!

Υπηρέτρια: Και δηλαδή, καλέ κυρία, τώρα είσαι σαν κι εμένα;

Κυρία: Δυστυχώς, ναι!

Υπηρέτρια: Ε, τότε πάρε τα ψώνια σου. Τώρα δεν είναι ντροπή να τα μεταφέρεις μόνη σου! Το δουλικό φεύγει!

 (φεύγουν, καθώς η υπηρέτρια τους δίνει τις τσάντες και φεύγει επιδεικτικά την ώρα που έρχεται από μέσα ο πλασιέ)

Κατίνα: Α, καλώς τον πλασιέ μας! Τι έγινε; Εσένα, τουλάχιστον, πήγαν καλά οι δουλειές σου;

Πλασιέ: ΒΒέβαια, του πούλησα το «Ανεμομαζέματα-Ανεμοσκρπίσματα» και το «Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά»

Κατίνα: Μπράβο, βρε αγόρι μου, μπράβο! Αλλά, πες μου σε παρακαλώ, πώς καταφέρνεις και του πουλάς όλα σου τα βιβλία;

Πλασιέ: Είναι απλό: ττου λέω κκάθε φορά. «Θθέλεις να το αγοράσεις ή ννα σου το δδδιαβάσω εγώ; ..Κκι αυτός το ααγοράζει…

Κατίνα: Καλά του έκανες, παλικάρι μου, καλά του έκανες!

(τη σκηνή έγραψαν οι: Γαμβρέλλης Χρήστος – Βασιλάκης Θωμάς)

Χορωδία: «Luna rossa»

Luna rossa

στίχοι:  Παγώνης Χρήστος  μουσική: Viscione Antonio

Είναι η ώρα που σε σημαδεύω η νύχτα που γελάει την κοροϊδεύω

Απόψε είδα πρώτος το φεγγάρι στην Πειραιώς να στρίβει στο φανάρι

Απόψε είδα πρώτος το φεγγάρι

Έλα Luna Rossa, αστέρι μου να η γραμμή σου στο χέρι μου

κόκκινα βάψε τα βράδια μου …η αγάπη μου να βλέπει

Άνοιξε λίγο το βήμα σου, ψιθύρισε μου το ποίημα σου

γλυκό τραγούδι η ρίμα σου …η αγάπη μου μας βλέπει

Luna Rossa, αχ κόκκινο φεγγάρι, Luna Rossa

στο ταξίδι μη μ’ αφήνεις μόνο να χαθώ

Τα μάτια σου με παιδεύουνε, με την καρδιά μου παλεύουνε,

μέχρι τις τρεις θα χορεύουνε …τα κόκκινά σου ρούχα.

Έλα Luna Rossa, αστέρι μου, να η γραμμή σου στο χέρι μου

κόκκινα βάψε τα βράδια μου …η αγάπη μου να βλέπει

Άνοιξε λίγο το βήμα σου, ψιθύρισε μου το ποίημα σου

γλυκό τραγούδι η ρίμα σου …η αγάπη μου μας βλέπει

…η αγάπη μου μας βλέπει

11η σκηνή: «Νεύρα τσατάλια»

(η Κατίνα είναι στην είσοδο, όταν έρχεται το συνεργείο καθαρισμού)

Κατίνα: Α, καλώς τους, καλημέρα!

Μελπομένη: Καλημέρα, κυρά Κατίνα!

Κατίνα: Ελάτε, ελάτε να καθαρίσετε, γιατί οι κύριοι ένοικοί μας το μόνο που ξέρουν καλά είναι να κάνουν σκουπίδια. (φεύγει προς τα διαμερίσματα)

Αλέξης: Μη στενοχωριέσαι, κυρά Κατίνα, γι‘ αυτό είμαστε εμείς.

Κατίνα: Ναι, κι εγώ, κυρά Λαυρεντία, πάω στην αποθήκη να ξυπνήσω την κόρη σου.

Καλλιόπη: (ξεσκονίζοντας) Βρε, Αλέξη μου, εσύ που έβγαλες και το δημοτικό, για πες μου σε παρακαλώ, αυτή η «Στάση του Νίκα» τι είναι; ….Με ρωτά ο γιος μου ο Τάκης, αλλά δεν ξέρω τι να του πω.

Αλέξης: (υπεροπτικά) Αμάν, βρε Καλλιόπη, ζεις και μες τον κόσμο!….(επεξηγηματικά) Είναι η στάση του λεωφορείου έξω από το εργοστάσιο αλλαντικών «Νίκας». Δεν την έχεις δε ποτέ;

Καλλιόπη: (με θαυμασμό) Α!…

Αλέξης: (απαξιωτικά) Ε! 

Μελπομένη: Και το άλλο, Αλέξη μου, αυτό που λέμε «Ισημερινός» τι είναι;

Αλέξης: Ισημερινός; Ε… Ισημερινός …είναι αυτό που λέμε ..σήμερα!

Μελπομένη: (με θαυμασμό) Α!…

Αλέξης: (απαξιωτικά) Ε! 

Ευλαμπία: (χτυπά το ξυπνητήρι) (ξεσκονίζοντας  με ύφος κακόμοιρο) 13 του μήνα σήμερα και το ξυπνητήρι χτύπησε και πάλι. Μια νέα μέρα του Θεού αρχίζει…Ώρα να πιάσουν δουλειά οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες.

Καλλιόπη: (πονηρά) Εκτός βέβαια από τους άνεργους.

Ευλαμπία: …Ναι,..

Καλλιόπη: Και τους ακαμάτηδες!

Ευλαμπία: (σκεπτική) Ναι, σωστά, κι αυτούς..

Αλέξης: Και τους ματσωμένους

Ευλαμπία: (σκεπτική) Ναι, σωστά, κι αυτούς..

Καλλιόπη: Και του αδειούχους.

Ευλαμπία: Ε, εντάξει, κι αυτούς!

Αλέξης: Και αυτούς με part time job!

Ευλαμπία: (εκνευρισμένη) Ε, ναι, κι αυτούς. …(ικετευτικά) Θεέ μου, πες μου, αν έχω άδικο, αλλά γιατί νομίζω ότι μόνο εμείς δουλεύουμε σ’ αυτό τον κόσμο; …Και..

Μελπομένη: Και το κακό με τα αφεντικά είναι ότι, αν μεν είσαι καλός υπάλληλος, και πας νωρίς στη δουλειά, αυτοί έρχονται καθυστερημένοι, οπότε …άδικα πήγες! Ενώ, αν τύχει και καθυστερήσεις, αυτοί σίγουρα έχουν πάει από τα χαράματα και μετά σου φωνάζουν που είσαι τεμπέλης.

 (στο μεταξύ φεύγει ο Αλέξης και μπαίνει αγουροξυπνημένη η Μάρθα)

Λαυρεντία:(πλένοντας στη σκάφη, με ύφος κακόμοιρο) Έλα, κόρη μου, σου ετοίμασα λίγο ψωμάκι με λίγο κρεμμυδάκι…

Μάρθα: (παραπονεμένα) Καμιά ελιά θρούμπα δεν έχει, καλέ μάνα;

Λαυρεντία: (κλαίει) Τις τελειώσαμε κόρη μου.

Μάρθα: (δεικτικά) Δεν τις τελειώσαμε… Ο γιος σου τις τελείωσε ο καλοπερασάκιας!  …Και γιατί δεν πήρες άλλες;

Λαυρεντία: Ο μινιμαρκετάς  δεν μας δίνει άλλο βερεσέ.

Μάρθα: Ποιος;

Λαυρεντία: (εκνευρισμένη) Ο μπακάλης, καλέ!  (κλαίει) Τέρμα οι θρούμπες.

Μάρθα: (συγκινημένη) Έλα, εντάξει τότε…Μην κλαις και για τις ελιές, καλέ μάνα!

Λαυρεντία: Κλαίω για την τύχη μας, Μάρθα μου, που έριξε εσένα στη βιοπάλη να κοιμάσαι στις αποθήκες των πλουσίων κι εμένα να ξενοπλένω.

Καλλιόπη: (ενθαρρυντικά) Ναι, αλλά έχεις και τον Αρίστο σου, που σπουδάζει στο Λύκειο στην πόλη! Θα γίνει μεγάλος άνθρωπος.

Λαυρεντία: Ευχαριστώ το Θεό, που η εκκλησία τον πήρε στο οικοτροφείο της, Καλλιόπη μου, ειδ’ άλλως πώς να τον σπούδαζα;

Ευλαμπία: Τώρα-τώρα παίρνει και τον έλεγχό του, ε;

Μελπομένη: Α, ωραία! Ποιος τη χάρη σας! Αν πήρε πάντως από σένα, Λαυρεντία,  θα είναι πολύ έξυπνο το παιδί!

Λαυρεντία: (κλαίγοντας) Έξυπνο θα είναι. Άτυχο σαν εμένα να μην είναι!

Μάρθα: Αμάν, βρε μάνα, μ’ αυτό το κλάμα! Ούτε η Μάρθα Βούρτση να ’σουνα!

Λαυρεντία: (διαμαρτύρεται) Και τι περισσότερο έχει δηλαδή αυτή; Πιο ωραία κλαίει από μένα; (κλαίει)

Μάρθα: (φεύγοντας απελπισμένη) Άσ’ το, μάνα, άσ’ το! Φεύγω για τη δουλειά!… Καλημέρα!…

Ευλαμπία: (την σταυρώνει) 13 του μήνα σήμερα.. Στην ευχή του Θεού, παιδί μου!

Χορωδία: «Κάνε το χειμώνα καλοκαίρι»

Κάνε το χειμώνα καλοκαίρι

στίχοι: Μωραΐτης Νίκος   μουσική: Κωνσταντινιδης Γιαννης

Άλλος φτάνει στο Dubai άλλος ως την Αμοργό

ο καθένας κάπου πάει μα όλοι θα ‘ρθουν πάλι εδώ

Πάντα μες στην ίδια πόλη πάντα μες στο ίδιο γκρι

μα απ’ το γκρίζο μέσα σκάει μια υπόγεια γιορτή

Κάνε το χειμώνα καλοκαίρι κάνε το μπαλκόνι σου νησί

ό,τι θέλει ο άνθρωπος καρδιά μου το μπορεί

κάνε το χειμώνα καλοκαίρι κάνε τη Δευτέρα Κυριακή

όλα τ’ αδιέξοδα σε βγάζουν (στη ζωή x4)

Ο ένας πάει πρώτη θέση ο άλλος στην τουριστική

όμως και οι δυο γυρνάνε μες στην ίδια φυλακή

Έτσι είναι αυτός ο κόσμος μα αν εσύ τον δεις αλλιώς

ανατρέπεται και πέφτει σπάει ο κόσμος ο παλιός

ο παλιός, ο παλιός

12η σκηνή: «Υπάρχουν και χειρότερα»

(Μπαίνει τρέχοντας η κα Παναγιώτα)

Παναγιώτα: Κυρά Λαυρεντία, κυρά Λαυρεντία! Ήρθε fax από το γιο σου τον Αρίστο..

Λαυρεντία: (με αγωνία) Παναγιά μου, για να δω!

Παναγιώτα: (με αγωνία) Τι σου γράφει, τι σου γράφει;

Λαυρεντία: Είναι, λέει, στη Λάρσα.

Παναγιώτα: Κι αυτή η Λάρσα πούθε είναι;

Λαυρεντία: Εκείθε!

Παναγιώτα: (σαν να κατάλαβε) Α! …

Λαυρεντία: (δεν ξέρει να διαβάζει) Μά-να, ε-ί-μα-ι καλά..

(Ο γιος μιλάει απ’ το μικρόφωνο του δρόμου καθώς η μάνα διαβάζει το γράμμα)

Αρίστος: (με ύφος Ξανθόπουλου) Μάνα, είμαι καλά!
Θα σε έπαιρνα τηλέφωνο να ακούσω και τη φωνή σου, αλλά το 11888 μιλούσε συνέχεια και αποφάσισα να σου στείλω fax.

Σου γράφω από τη Λάρσα, γιατί κλέφτηκα με μια τσελιγγοπούλα. Τη λένε Τζούλια.
Καλλιόπη: (με θαυμασμό) Ωραίο όνομα!

Ευλαμπία: Κλέφτηκε; Ο Θεός να μας φυλάξει!

Αρίστος: Ήξερα όμως ότι δεν θα την ενέκρινες επειδή φορά σκουλαρίκια..

Μελπομένη: (με απορία στην Καλλιόπη) Γιατί, κακό είναι αυτό;

Αρίστος: ..επειδή φορά σκουλαρίκια στα αυτιά, στη μύτη, στη γλώσσα, στον αφαλό, έχει τατουάζ, είναι ΙΜΟ και με περνά και δεκαπέντε χρόνια.

Καλλιόπη: (μονολογώντας συμπερασματικά) Εντάξει, αυτό είναι κακό!

Ευλαμπία: (σταυροκοπιέται) Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά..

Αρίστος: Α, ναι… ξέχασα…είναι και έγκυος….. Θα γίνω πατέρας, μάνα…

Καλλιόπη: Παναγιά μου! Τι χειρότερο θ’ ακούσουμε!

Ευλαμπία: (σταυροκοπιέται) Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά..

Αρίστος: Η Τζούλια, μάνα,  μου άνοιξε τα μάτια! …

Μελπομένη: (με ελπίδα) Άιντε κι ένα καλό νέο!!

Ευλαμπία: (σταυροκοπιέται) Μεγάλο το όνομά σου, Θεέ μου!

Αρίστος: Με έκανε να καταλάβω πως δεν χρειάζεται να πάω σχολείο, για να ζήσω. Μπορώ κάλλιστα να γίνω κλέφτης.

Ευλαμπία: (σταυροκοπιέται) Θεέ μου, δώσε του φώτιση!….

Αρίστος: Μην ανησυχείς για εμένα μαμά, είμαι 17 χρονών πια και ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου. Κάποια μέρα, είμαι σίγουρος, πως θα έρθουμε πίσω να σας επισκεφτούμε, για να γνωρίσεις τα εγγόνια σου.
Ο Γιος σου, Αρίστος.

Λαυρεντία: Παναγιά μου, λιποθυμώ!

Παναγιώτα: Μη, όχι ακόμα, Λαυρεντία μου! Έχει και υστερόγραφο!
Λαυρεντία: Υ.Γ. «Μα-μά, τι-πο-τα α-πό τα προ-η-γού-με-να δεν ε-ί-να-ι α-λή-θε-ι-α. (την διορθώνουν)

Αρίστος: Στον έλεγχο όμως πήρα  άσχημους βαθμούς και φοβήθηκα.

Ήθελα μόνο να σου πως υπάρχουν χειρότερα πράγματα στη ζωή από τον έλεγχό μου.

Όπως καλά ξέρεις οι κρίσεις στη ζωή μας είναι τόσο πολλές, που κάνουν διαγωνισμό για το ποια είναι επικρατέστερη.

Εμείς όμως δεν το βάζουμε κάτω. Έχουμε το καλύτερο αντίδοτο για όλες τους.

Έχουμε τα νιάτα μας, την αισιοδοξία για τη ζωή αλλά και την αγάπη σας.

Προς το παρόν είμαι στην Καρδάμαινα με την Παιδική Χορωδία του Δήμου Ηρακλειδών.

Κάνουμε μια εκδήλωση, για να ξορκίσουμε κάθε κρίση που μας κάνει τη ζωή ποδήλατο.

Διότι, όπως λέει και το τραγούδι, «τα ποδήλατά μας, όπως τ’ όνειρά μας, ξέρουν απ’ ανηφοριές»

Λαυρεντία: Θα κα-ε-ί το πε-λε-κο-ύ-δι! (την διορθώνουν)

Αρίστος: Όταν τελειώσεις τη δουλειά, πάρε το συνεργείο και ελάτε όλοι.

Λαυρεντία: ….Ε, πάμε τότε, βρε παιδιά!

Ευλαμπία: (σταυροκοπείται) Αλληλούια, Θεέ μου!

Χορωδία: «Ο μήνας έχει δεκατρείς»

Ο μήνας έχει δεκατρείς 

στίχοι: Μιχάλης Κακογιάννης    μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Ο μήνας έ-, ο μήνας έχει δεκατρείς, καταραμένη μέρα,

δεν θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο

ούτε για κα ούτε για καλημέρα

Κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς δεν βγαίνω απ’ το κρεβάτι

κλειδώνω πόρτες και παράθυρα

μα που να κλείσω μάτι

Με λένε για με λένε για προληπτική, μα το ‘φερε η μοίρα

στις δεκατρείς να μείνω ορφανή

στις δεκατρείς και χήρα

Χορωδία: «Το ποδήλατο”

στίχοι: Άρης Δαβαράκης  μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος

Παίρνω ένα ποδήλατο και φεύγω για τ’ αδύνατο

κρατάω στο χέρι το κλειδί.

Πιάνω το τιμόνι ο σφυγμός μου δυναμώνει

το έργο κάπου το ‘χω ξαναδεί

Ήμουν μικρό παιδάκι με καθαρή καρδιά

είχα τ’ όνειρο μου το ποδήλατο μου

κι όλα έμοιαζαν σωστά

Έγινα δεκάξι κι όλα ήταν εντάξει

είχα μια ζωή μπροστά

Το ποδήλατό μου ήταν πάντοτε δικό μου

και με πήγαινε πολύ μακριά

Μέσα στη Σαχάρα σαν την πιο βαθιά λαχτάρα

μ’ οδηγούσε πέρα απ’ τη χαρά.

Και τώρα στον αγώνα ξανά απ’ την αρχή

Όρτσα στο πετάλι να ‘ρθουνε κι οι άλλοι

πάμε για ορθοπεταλιές.

Τα ποδήλατά μας όπως τα όνειρά μας

ξέρουν από ανηφοριές

 

Του Χρήστου Γαμβρέλλη δάσκαλου του 2ου Δημοτικού Σχολείου Κω

You May Also Like