7η Μαρτίου «Αιώνες περιμέναμε»

ΧΟΡΩΔΙΑ «Αιώνες περιμέναμε»

Αιώνες περιμέναμε, πατρίδα να σε δούμε

κι από τη μαύρη τη σκλαβιά να ελευθερωθούμε

Ελλάδα, μάνα μας γλυκιά, γνώρισε τα παιδιά σου

με δάκρυα σε χαίρονται τα Δώδεκα Νησιά σου

Σφίξε μας, μάνα, σφίξε μας και μας στην αγκαλιά σου

δεν είμαστε πια ορφανά γιατί είμαστε κοντά σου

Ζήτω αθάνατη Ελλάς, πατρίδα δοξασμένη

φωνάζουμε από χαρά μαζί σου ενωμένοι

Ελλάδα, μάνα ποθητή, που είσαι αιωνία

συ τα νησιά μας έσωσες από την τυραννία.

Αφηγητής  1ος 

Μια φορά κι έναν καιρό – που κρατάει ως τα σήμερα– οι άνθρωποι άρχισαν να δίνουν νόημα στο χρόνο. Είναι αυτό που λέμε Ιστορία.

Λένε «εν αρχή ην το χάος» και μετά «εγένετο φως» – το λαμπρό φως του Αιγαίου. Για αυτό το φως πάνω στον Άνθρωπο, αλλά και το φως που ο άνθρωπος σκορπά γύρω του θα μιλήσουμε σήμερα, προσπαθώντας να φωτίσουμε τη διαδρομή του τόπου αυτού στο χρόνο και να δούμε τις σπουδαίες στιγμές των ανθρώπου του.

Καλώς ορίσατε, καλώς σας βρήκαμε και καλή ακρόαση!

ΧΟΡΩΔΙΑ

Θέλω  να  σας  πω

μια  ιστορία  απ’  τα  παλιά  τα περασμένα

σε  παλιό  σκοπό

για  δώδεκα  μικρά  νησιά  ευτυχισμένα,

που  ’ταν  του  Αιγαίου  λαμπερά  στολίδια

απ’  τους  χρόνους  τους  Ομηρικούς

και  κρατήσαν  την  ελληνική  ψυχή  τους

μέχρι  τους  σημερινούς  καιρούς.

Τα  σκλαβώσανε  ιππότες

Φράγκοι,  Φλαμανδοί,  Ισπανοί,

του  Χριστιανισμού  προδότες

Γενοβέζοι,  Ενετοί.

Έχτισαν  καστέλια,  στήσανε  κανόνια

Και  με  τις  καρδιές  τους  τις  σκληρές

Βασανίσαν  τα  νησάκια  επί  χρόνια

Έσπειραν  φουρτούνες,  συμφορές.

Σκηνή 1η: Ιωαννίτες Ιππότες

 (Στο δρόμο οι Κώοι  Νικόλας, Πέτρος, Κατερίνα, Δημήτρης, Παπάς συζητούν ανήσυχοι)

Νικόλας: Δεν πάει άλλο, πατριώτες! Αυτός ο Quirini, ο κομεντόρης, μας έχει κάνει τη ζωή πολύ δύσκολη.

Πέτρος: Καλά τα λες, Νικόλα! Δεν φτάνει που πληρώνουμε τόσους φόρους, μας βάζει να κάνουμε και του κόσμου τις αγγαρείες.

Κατερίνα: Συμφωνώ κι εγώ, Πέτρο. Και πού να τα βρεις πια τόσα σκούδα και τόσα φιορίνια, για να πληρώσεις; Ο Νικόλας μου ένα χωραφάκι το ‘χει όλο κι όλο.

Νικόλας: Έτσι είναι! Ο κομεντόρης νομίζει ότι από το χωραφάκι που καλλιεργούμε βγάζουμε θησαυρούς!

Δημήτρης: (ειρωνικά) Ε, βέβαια! Η Κως, σου λέει, έχει πολλά ψωμιά. Οι Έλληνες στην Κω είναι χορτάτοι….

Νικόλας: (συνηγορεί) Ναι! Και για μην παχύνουνε, βάλε τους να κουβαλούνε κι αυτές τις τεράστιες πέτρες, να φτιάχνουμε φρούρια!

Παπάς: Η αλήθεια, παιδιά μου, είναι ότι χρειάζονται τα φρούρια. Δεν βλέπεις που, κάθε τόσο, οι Τούρκοι μας κάνουν επιθέσεις;

Κατερίνα: Και να ’ταν μόνο αυτοί; Έχουμε και τους Αιγύπτιους. Ο Θεός να μας βοηθήσει!

Πέτρος: Ποιανού ο Θεός, κυρά Κατερίνα; Αφού και οι Ιππότες Χριστιανοί είναι.

Παπάς: Ο Θεός του δίκιου, παιδιά μου… και το δίκιο είναι με το μέρος μας, γι’ αυτό κάντε υπομονή.

Δημήτρης: (ανήσυχος) Για να δούμε, παπά μου! Θα πιάσουν τόπο οι προσευχές ή θα μας βρούνε κι άλλες συμφορές; (φεύγουν)

ΧΟΡΩΔΙΑ

Δυοσμαράκι

(παραδοσιακό)

Αχ!  Με  το  φεγγάρι  περπατώ, Δυοσμαράκι  μου,

Αχ!  Με  τ’  άστρι  κουβεντιάζω

σιγανά,  σιγανά,  σιγανά  και  ταπεινά.

Αχ!  Κι  από  την  πόρτα  σου  περνώ,  Δυοσμαράκι  μου,

Αχ!  Και  βαριαναστενάζω

σιγανά,  σιγανά,  σιγανά  και  ταπεινά

Αχ!  Άνοιξε  το  παράθυρο,  Δυοσμαράκι  μου,

Αχ!  Το   κρουσταλλένιο  τζάμι

σιγανά,  σιγανά,  σιγανά  και  ταπεινά.

Αχ!  Που  ’χω  δυο  λόγια  να  σου  πω,  Δυοσμαράκι  μου,

Αχ!  Κι  ύστερα  κλείσ’  το  πάλι

σ’  αγαπώ,  σ’  αγαπώ,  σ’  αγαπώ,  μα  τι  να  πω;

(στο Καστέλο οι  Fantino Quirini, Μ. Μάγιστρος  και η κουστωδία του)

Quirini: Με καλέσατε, Μεγάλε Μάγιστρε;

Μ. Μάγιστρος: Σας κάλεσα, κύριε Quirini, γιατί έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα με τους Τούρκους.

Quirini: Μα, στις 25 Δεκεμβρίου του 1451 υπογράψατε συνθήκη ειρήνης μαζί τους…..

Μ. Μάγιστρος:  Αυτό είναι αλήθεια…. Οι Τούρκοι όμως τα θέλουν τα νησιά. Δεν μπορώ να τους εμπιστευτώ.

Quirini: Τι προτείνετε, Μεγάλε Μάγιστρε;

Μ. Μάγιστρος:  Θα το μάθεις αμέσως… (Προς τους αρχηγούς) Παρουσιαστείτε, κύριοι!

Μαρισκάλδος: (υποκλινόμενος) Μαρισκάλδος, αρχηγός της γλώσσας της Ωβέρνης…ως υπεύθυνος για τον εφοδιασμό του στρατού, θα σας δώσω όσα πολεμοφόδια χρειάζεστε, για να τους κρατήσετε μακριά.

Ντραπέριος: (υποκλινόμενος) Ντραπέριος, αρχηγός της γλώσσας της Αραγώνας…. Ως υπεύθυνος για την ενδυμασία, θα φροντίσω να έχουν οι ιππότες σας ό,τι χρειάζονται.

Τρεζουριέρης: (υποκλινόμενος) Τρεζουριέρης, αρχηγός της γλώσσας της Γερμανίας… ως υπεύθυνος των αποθηκών για τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα, θα φροντίσω να μην σας λείψει τίποτα.

Quirini: Ναι, αλλά όλα αυτά κοστίζουν πολλά χρήματα. Πώς θα μπορέσουμε να τα πληρώσουμε;

Μ. Μάγιστρος: Μα, είναι τόσο εύκολο, αγαπητέ μου! Θα βάλεις φόρους.

Quirini: Κι άλλους φόρους;

Ντραπέριος: Βεβαίως! Άλλωστε, Οι Κώοι έχουν λεφτά…

Quirini: Ναι, αλλά πρέπει να επιδιορθώσουμε και το κάστρο και δεν έχουμε υλικά….

Τρεζουριέρης: Κανένα πρόβλημα, κύριε Quirini! Ρίξτε κάτω μερικά σπίτια Κώων και πάρτε ό,τι χρειάζεστε!

Quirini: Μα, τι λέτε, κύριε Τρεζουριέρη; Ο κόσμος θα επαναστατήσει…..

Μαρισκάλδος:  Δεν θα επαναστατήσει, κύριε Quirini! Οι Κώοι μάς φοβούνται.

Μ. Μάγιστρος: Θα γίνει αυτό που είπαμε! Τέλος…. Πηγαίνετε στην Κω, κύριε Quirini και ο Θεός μαζί σας!

(Στο δρόμο οι Κώοι Νικόλας, Πέτρος, Κατερίνα, Δημήτρης, Παπάς συζητούν ανήσυχοι)

ΧΟΡΩΔΙΑ 

ΙΠΠΟΤΕΣ

(στίχοι-μουσική: Μάνθος Αρμπελιάς) 

Δεν θα περάσω εγώ τις πόρτες

του παραδείσου δεν θα μπω.

Ήμουν μ’ εκείνους τους οχτώ

τους άθλιους ιππότες

Πίσω απ’ τα τείχη οι

Σαρακηνοί,

μα απ’ τους εχθρούς κανείς δεν θα μπει

(μπαίνει ο ντελάλης )

Ντελάλης: Ακούσατε, ακούσατε!…… Ο διοικητής του νησιού μας, ο ναύαρχος Fantino Quirini, διατάζει να φύγετε αμέσως από τα σπίτια σας…… τα σπίτια σας θα γκρεμισθούν και οι πέτρες και τα δοκάρια τους θα γίνουν υλικά για το κάστρο της Νεραντζιάς … Ακούσατε, ακούσατε!……

Νικόλας: Ε, όχι! Μέχρι εδώ ήτανε! Δεν θα μας καταστρέψουν και τα σπίτια μας…..

Δημήτρης: Να ξεσηκωθούμε, αδέλφια!

Πέτρος: (βγάζοντας ένα σπαθί) Τέλειωσαν τα ψέματα… ήρθε η ώρα της μάχης….

Κατερίνα: (φοβισμένη βλέπει τους ιππότες που έρχονται) Παναγιά μου, οι ιππότες…

(ακολουθεί μάχη και οι Έλληνες συλλαμβάνονται και πάνε για τη φυλακή)

Παπάς: (Προς τον ουρανό παρακλητικά) Ως πότε Θεέ μου; (φεύγει)

ΧΟΡΩΔΙΑ

ΙΠΠΟΤΕΣ (συνέχεια)

 Αφηγητής 2ος 

Μέχρι το 1500μ.Χ. περίπου τα Δωδεκάνησα ήταν σκλαβωμένα στους Ενετούς Ιππότες.

Αμέσως μετά αρχίζει για τα νησιά μας η αβάσταχτη περίοδος της Τουρκοκρατίας.

ΧΟΡΩΔΙΑ

Τούρκοι  μοχθηροί

από  τα  βάθη  της  Ασίας  ξεκινήσαν.

Βάρβαροι  λαοί

στο  πέρασμά  τους  όλα  τα  ποδοπατήσαν.

Χάθηκε  ο  ήλιος  της  ελευθερίας

τότε  απ’  τα  δώδεκα  νησιά

τετρακόσα  χρόνια  έτσι  επεράσαν

μες  τη  δυστυχία,  τη  σκλαβιά.

Μαύρος  ουρανός  σκεπάζει

των  Ελλήνων  τις  καρδιές.

Βάρβαρος  δυνάστης  Τούρκος

τους  γεμίζει  συμφορές.

Αφηγητής 3ος  (συνέχεια)

Κι όταν το 1821 ξέσπασε η Ελληνική επανάσταση, ο λαός μας αναθάρρησε. Τρεις Κώοι μάλιστα ο Γιάννης Σεβαστάκης από την Κέφαλο, ο Λαζαρής από το Πυλί και κάποιος Γιώργης, βοήθησαν στα 1822 τον Κανάρη να αναγνωρίσει την Τουρκική ναυαρχίδα στο λιμάνι της Χίου και να την ανατινάξει.

Αφηγητής  4ος 

Λίγο αργότερα, τον Αύγουστο του 1824, έζησαν μάλιστα τη χαρά της νίκης μας στη ναυμαχία του Γέροντα αλλά χρειάστηκε να υποφέρουν και τα εξωφρενικά αντίποινα των Τούρκων.

Στη Νεραντζιά, όπως λεγόταν από τα χρόνια των Ιπποτών η πόλη της Κω, περιουσίες αρπάζονται, σπίτια λεηλατούνται, εκκλησίες μετατρέπονται σε τζαμιά, γυναικόπαιδα δεμένα με σχοινιά και αλυσίδες στέλνονται στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

Οι σφαγές του 1824

Της Νεραντζιάς τις ομορφιές, τις χάρες και τα κάλλη

στην οικουμένη αδύνατον να έχει καμιά άλλη

όπου σταθείς κι όπου ιδείς πουλάκια κελαηδούνε

μα τώρα ακούεις τα κι αυτά σαν να θρηνολογούνε,

τα βλέπεις σαν να πάσχουνε, τ΄ακούεις σαν να κλαίνε

κι αν τα καλοαφουγκραστείς, θρηνολογούν και λένε:

«Ακούσατε τι γίνηκε στης Νεραντζιάς τα μέρη,

Δευτέρα το ξημέρωμα, κοντά το μεσημέρι;

Οι Τούρκοι πέσαν έξαφνα βαριά αρματωμένοι,

να κατασφάξουν το ραγιά, κανένας να μη μένει.

Άλλοι επέφταν στο γιαλό και άλλοι στα πηγάδια

κι άλλοι ξεκόφταν σαν λαγοί στους βάτους στα λιβάδια

κι άλλοι εκόφταν στα βουνά, όσοι ήταν παλικάρια

όσοι είχαν δυνατή καρδιά κι ακούραστα ποδάρια.

Κι εκεί που φεύγαν, έλεγαν με μάτια δακρυσμένα,

με χείλη στο παράπονο της πίκρας βουτηγμένα.

Χριστέ, κι ας ήταν βολετό κι εμείς ν’ αρματωθούμε,

να δούνε οι Σαρακηνοί κι εμείς πώς πολεμούμε.

Μα τώρα οι Αγαρηνοί μας σφάζουν σαν θρεφτάρια

παιδιά με μάνες και κυρούς, κόρες και παλικάρια.

Τις πόρτες σπούνε καθενός, τα έχει μας τα παίρνουν,

τις εκκλησιές μας γδύνουνε και τους παπάδες γδέρνουν.

Κοιλιές μανάδων σχίζουνε και τα μωρά σκοτώνουν,

τους γέρους καίουν ζωντανούς και τους τρυποσουβλώνουν.

Αφηγητής  5ος 

Κόντεψαν τότε οι Κώοι να εξολοθρευτούνε από το μίσος των Τούρκων.

Όσο όμως φανατισμένοι κι αν ήταν πολλοί απ’ αυτούς, υπήρχαν κι άνθρωποι με καρδιά, που άφηναν την αγάπη να τους οδηγήσει στον πραγματικό δρόμο του Θεού.

ΧΟΡΩΔΙΑ

Μικρό τρεχαντηράκι (Σύμη)

Μικρό τρεχαντηράκι άραξε στο γιαλό
(θέλω να δω για λίγο το ναυτάκι, μου πήρε το μυαλό)χ2

Φέρτε μου το ναυτάκι μακριά απ’ την ξενιτιά
(γιατί φοβάμαι ότι είναι ξελογιάστρα δεν νταγιαντίζω πιά)χ2

Μικρό τρεχαντηράκι που πας γιαλό-γιαλό
(αν πας για το παιδί μου Παναγιά μου στάσου να ‘ρθω και εγώ) χ2

 Σκηνή 2η: «Παράκληση»

(στο Διοικητήριο ο Πασάς ετοιμάζεται να πλυθεί)

Πασάς: Χμ, σαν να πείνασα, θαρρώ… φέρε μου το νερό να πλυθώ!

Δούλα: Μάλιστα, Πασά μου.. Αμέσως

(κάνει να φέρει το νερό, όταν χτυπά δυνατά η εξώπορτα)

Πασάς: Σύρε, να δεις ποιος είναι αυτός που με ενοχλεί μεσημεριάτικα!

Δούλα: Μάλιστα, Πασά μου.. Αμέσως… (πάει μέχρι την πόρτα και γυρίζει)

Είναι ο Δεσπότης, Πασά μου.. ο Αρχιεπίσκοπος Γεράσιμος.. να τον αφήσω να μπει;

(μπαίνει από μόνος του ο Αρχιεπίσκοπος σε κακά χάλια και προσκυνά)

Πασάς: Τι συμβαίνει Γέροντα; Σήκω πάνω!  Ποιος σ’ έκαμε έτσι;

Αρχιεπίσκοπος: (με αγωνία) Στη Νεραντζιά γίνεται χαλασμός Κυρίου, Πασά μου.. ο τουρκικός όχλος βάλθηκε να μην αφήσει κανένα ραγιά ζωντανό.

Πασάς: (μάλλον απορημένος) Τι μου λες, Γέροντα;

Αρχιεπίσκοπος: Όπως σου τα λέω, Πασά μου… κι εγώ ο ίδιος, για να σωθώ, κρύφτηκα στην κουφάλα του μεγάλου δέντρου έξω από το Κονάκι σου. Αλλά δεν με νοιάζει για μένα, Πασά μου… Για το ποίμνιό μου θέλω να σε παρακαλέσω!

…..Σε ικετεύω, σταμάτα τη σφαγή του λαού μου, Πασά μου! Αυτό το άδικο δεν το θέλει ούτε ο Αλλάχ!

(Χτυπά η πόρτα και ο δούλος τρέχει αμέσως.

Γυρνά αναγγέλλοντας τον επισκέπτη)

Δούλα: Είναι ο Γάλλος Προξενικός Πράκτορας, ο κύριος Michel Davenat, Πασά μου.

Πασάς: (διαμαρτυρόμενος) Τι συμβαίνει επιτέλους σήμερα; Ούτε το μεσημεριανό του δεν μπορεί να φάει κανείς με ησυχία;

Davenat: Τι κάθεσαι ακόμα στην ησυχία σου, Πασά μου; Ή μήπως είσαι κι εσύ συνεννοημένος μ’ αυτό τον ανόητο όχλο και θέλετε να εξολοθρεύσετε τους χριστιανούς;

Πασάς: (ενοχλημένος) Εγώ δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτά που συμβαίνουν. Τώρα μου τα έλεγε ο γέροντας Γεράσιμος.

Davenat: Ε, τότε, σήκω γρήγορα να προλάβεις το κακό, γιατί αλλιώς έχω σκοπό να γράψω τα καθέκαστα και να πω στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Ρωσία ότι εσύ φταις…..

Αρχιεπίσκοπος: Έλεος, Πασά μου! Άλλο πράμα ο πόλεμος που κάνουνε δυο στρατοί μεταξύ τους κι άλλο να σφάζεται ένας λαός……

Πασάς: (μονολογεί) Κακό πράμα ο πόλεμος, Γέροντα! Κακό…. (αποφασιστικά) Ντελάλη, έλα γρήγορα που ‘χω να σου πω!

(ο ντελάλης έρχεται κοντά του και καθώς ο Πασάς γράφει μια εντολή,,,,)

Οι σφαγές του 1824 (συνέχεια)

Και πάνω στη χειρότερη του φόβου βασιλεία

ηκούσθη θέλημα Θεού μ’ ανθρώπου μεσιτεία

και ο Πασάς φωτίσθηκε κι έκατσε για να γράψει

κι έβγαλε αμέσως διαταγή το άδικο να πάψει:

«Δι’ όνομα Θεού, ραγιάς μην πειραχτεί κανένας!»

Και διαλαλεί διαλαλητής, π’ ακούει ο καθένας

και παύσαν όλα τα κακά….., μα η Νεραντζιά…. ακόμα

αχνίζει μες το μαύρο της το ματωμένο χώμα

 

ΧΟΡΩΔΙΑ

Της Νεραντζιάς τις ομορφιές, τις χάρες και τα κάλλη

στην οικουμένη αδύνατον να έχει καμιά άλλη

όπου σταθείς κι όπου ιδείς πουλάκια κελαηδούνε

μα τώρα ακούεις τα κι αυτά σαν να θρηνολογούνε,

τα βλέπεις σαν να πάσχουνε, τ΄ακούεις σαν να κλαίνε

κι αν τα καλοαφουγκραστείς, θρηνολογούν και λένε:

«Ακούσατε τι γίνηκε στης Νεραντζιάς τα μέρη,

Δευτέρα το ξημέρωμα, κοντά το μεσημέρι;

Χριστέ, κι ας ήταν βολετό κι εμείς ν’ αρματωθούμε,

να δούνε οι Σαρακηνοί κι εμείς πώς πολεμούμε

Αφηγητής  6ος 

Η μαύρη περίοδος της  Τουρκικής σκλαβιάς θα διαρκέσει μέχρι το 1912, όταν τα Δωδεκάνησα θα περάσουν στην εξουσία των Ιταλών.

Οι κάτοικοι των νησιών υποδέχτηκαν τους Ιταλούς σαν ελευθερωτές από τον Τουρκικό ζυγό και τους επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. Κι αυτό έγινε γιατί ποτέ δεν μπορούσαν να φανταστούν πως αυτοί θα επέβαλλαν μια νέα κατοχή, πολλές φορές χειρότερη από την πολύχρονη Τουρκική.

 Αφηγητής  7ος 

Την Ορθόδοξη εκκλησία μας οι Ιταλοί αρχικά δεν την ενόχλησαν. Όταν όμως κατάλαβαν ότι η εκκλησία ήταν το σοβαρότερο εμπόδιο στην προσπάθεια εξιταλισμού των νησιών, άρχισαν τις διώξεις και τους απαγχονισμούς. Η Ιταλία προσπαθεί να προσηλυτίσει στον καθολικισμό τους συμπατριώτες μας κατασκευάζοντας καθολικές εκκλησιές και ιδρύοντας καθολικές σχολές και τάγματα καθολικών καλόγηρων στα μεγάλα νησιά.

ΧΟΡΩΔΙΑ   

Πέρασαν  τα  χρόνια  κι  ήρθε  η  Ιταλία

με  τη  μάσκα  του  ελευθερωτή,

                                                                             θέριεψε  η  πίκρα  και  η  αδικία,

η  υποκρισία  κι  η  ντροπή.

Μας  εκλείσαν  τα  σχολεία,

κλείσαν  και  τις  εκκλησιές

γλώσσα  ελληνική  θρησκεία

ειρωνεία  και  βρισιές.

Σκηνή 3η: «Η υποδοχή του Ντε Βέκκι»

 Δασκάλα: Λοιπόν παιδιά μου, μόλις έρθει ο κυβερνήτης, ο κύριος ντε Βέκκι, θα αρχίσετε να φωνάζετε χαρούμενα «Σαββόια, Σαβόια»!

Γιαννάκης: Γιατί κυρία; Τι είναι αυτό το Σαββόια;

Δασκάλα: Σαββόια, Γιαννάκη, είναι το μέρος από το οποίο κατάγεται ο βασιλιάς της Ιταλίας ο Βίκτωρ Εμμανουήλ.

Πηνελόπη: Και γιατί πρέπει να φωνάζουμε Σαββόια, καλέ κυρία;

Δασκάλα: Για να δείξουμε το σεβασμό μας, Πηνελόπη!

Γιαννάκης: Και γιατί δεν φωνάζουμε «Αθήνα», καλέ κυρία; Πιο σπουδαία είναι η Σαββόια από την Αθήνα;

Πηνελόπη: Έτσι είναι, κυρία! Αν η Σαββόια γέννησε το Βίκτορα Εμμανουήλ, η Αθήνα γέννησε τον Περικλή και το Σωκράτη…

(Έρχεται ο ντε Βέκκι, με τον Ντελάλη να προηγείται)

Δασκάλα: (την διακόπτει απότομα) Σωπάστε τώρα και όπως είπαμε, εντάξει;

Ντελάλης: Έρχεται η αυτού εξοχότης ο κυβερνήτης της Δωδεκανήσου, ο κύριος  Σέζαρε Μαρία ντε Βέκκι, Κόντε ντι Βαλ Γκίμπσον, Γκοβερνατόρε Σίβιλε, ε Μιλιταρε ντέλλε Ίζολε Ιταλιάνε ντελ Εγκαίο

Γιαννάκης: Καλέ, τι λέει;

Πηνελόπη: Δεν κατάλαβες; Αυτό είναι το όνομα του κυβερνήτη της Δωδεκανήσου….

Γιαννάκης: Δηλαδή, η μαμά του έτσι τον φωνάζει;

Δασκάλα: Εμπρός παιδιά, όπως είπαμε! Φωνάξτε δυνατά!

Παιδιά: «Σαβόδια, Σαβόδια, Σαβόδια»

Ντε Βέκκι: (ενοχλημένος) Τι είναι αυτά, κυρά δασκάλα; Τι λένε τα παιδιά;

Δασκάλα: (υπεκφεύγει) Σας δοξάζουν, εξοχότατε….

Ντε Βέκκι: Μας δοξάζουν; Και πώς μας δοξάζουν; Λέγοντάς μας «βόδια»;

Δασκάλα: (δικαιολογείται) Όχι, εξοχότατε, δεν ακούσατε καλά… Σαββόια είπαν…. Αλλά η προφορά τους δεν είναι καλή και ακούστηκε ….«Σαβόδια».

Ντε Βέκκι: (αυστηρά) Να κοπούν αυτά! Από αύριο να μάθουν όλοι Ιταλικά…. και μάλιστα με καλή προφορά! Τέρμα τα Ελληνικά….. Από αύριο θα μιλάτε και θα σκέφτεστε μόνο Ιταλικά!!! Καπίσι; Καταλάβατε;

Ντελάλης: (μονολογώντας) Καταλάβαμε, εξοχότατε: θέλετε να μας βάλετε καπίστρι… σαν να είμαστε ζώα.

Ντε Βέκκι: (υποψιασμένος) Τι είπες, Ντελάλη;

Ντελάλης: (υπεκφεύγει) Τίποτα, εξοχότατε… πάω να δω τι κάνουν τα ζώα, λέω, και να φέρω το άλογό σας.

Ντε Βέκκι: Ναι, μπράβο, πήγαινε! (φεύγοντας, μιλά φωναχτά) Domani saremo tutti parlano l’ italiano! Από αύριο Ιταλικά!

Αφηγητής  8ος 

Σκοτάδι επικρατεί και στον τομέα της εκπαίδευσης.

Οι Ιταλοί θέλησαν να υποτάξουν τα Ελληνικά γράμματα και να επιβάλουν την εκμάθηση της Ιταλικής γλώσσας. Όμως ο λαός και πάλι θα αντιδράσει. Ηρωικοί δάσκαλοι, με κίνδυνο της ζωής τους, θα διδάξουν τόσο στα σπίτια ους όσο και σ’ αυτά τα Ιταλικά σχολεία σε κάθε ευκαιρία, την Ελληνική γλώσσα και ιστορία, σε όσους μικρούς Κώους μαθητές θα μπορέσουν να αντέξουν την πείνα και τη δυστυχία του πολέμου.

Αφηγητής  9ος 

Τότε αναβιώνει ο θρύλος του Κρυφού Σχολειού, που μπόρεσε να διαφυλάξει επί αιώνες την παράδοση του Ελληνισμού. Έτσι το Σεπτέμβριο του 1943 η Τασία Σεβαστού ιδρύει το δικό της «Κρυφό Σχολειό» στο σπίτι της στο Κακό Πρινάρι. Ο αριθμός των μαθητών ξεπερνά τους 158. Οι μικροί μαθητές του σχολείου διδάσκονται από τη δασκάλα τους την ιστορία και τα Ελληνικά γράμματα κυρίως όμως διδάσκονται την πίστη στη λευτεριά.

 Αφηγητής  10ος 

Η ιταλική κατοχή στα νησιά θα διαρκέσει μέχρι τον Οκτώβριο του 1943, όταν οι σειρήνες ειδοποιούσαν τους συμπατριώτες μας για τη γερμανική εισβολή.

Από τότε αρχίζει για τα Δωδεκάνησα η γερμανική κατοχή, που ήταν από τις χειρότερες περιόδους στην ιστορία τους. Οι Γερμανοί σαν άγρια θεριά άρπαζαν τις σοδειές των εργατών, υπέβαλλαν τους κατοίκους σε αναγκαστική εργασία, έκαναν απαγχονισμούς.

ΧΟΡΩΔΙΑ

Τώρα  τα  νησιά  πλακώνει  άλλη  μπότα

Του  Γερμαναρά  κατακτητή

Στήνονται  αγχόνες  όπως  και  πιο  πρώτα

Απ’  το  νέο  εκμεταλλευτή.

Σύραν  τους  Εβραίους  φίλους

Σε  γκέτο  αφανισμού.

Τους  σκοτώσανε  σαν  σκύλους

Με  μαρτύρια  χαμού.

Μαύρη  καταχνιά  πάλι  ξαναπλακώνει

και  σκεπάζει  όλες  τις  ψυχές,

τα  πλοκάμια  το  θεριό  τώρα  ξαπλώνει

ως  τις  αφρικάνικες  ακτές.

Και  προσμέναμε  τη  μέρα

που  θα  ’ρθει  η  λευτεριά

ορφανά,  χωρίς  μητέρα

μες  τη  μαύρη  τη  σκλαβιά.

Αφηγητής  11ος 

Παρά την τρομοκρατία των Γερμανών όμως, οι Δωδεκανήσιοι δεν το έβαλαν κάτω. Δύο μόλις μήνες μετά την εισβολή τους οργανώθηκε στην Κω δίκτυο πληροφοριών, ενώ πολλοί ήταν οι συμπατριώτες μας που, ζητώντας μιας ελεύθερη πατρίδα, έφυγαν από την Κω και υπηρέτησαν σε διάφορα μέτωπα του πολέμου με το Σύνταγμα Δωδεκανησίων, τον Ιερό Λόχο, την Ταξιαρχία του Ρίμινι, την Πολεμική Αεροπορία και το Ναυτικό μας.

ΧΟΡΩΔΙΑ

Ύμνος Ιερού Λόχου

Παιδιά με ατσάλινα χέρια με θάρρος γεμάτα ψυχή

στα χέρια μας είναι η δόξα της Πατρίδος μας και η τιμή.

Εμπρός παιδιά με μια καρδιά η σάλπιγγα σημαίνει.

Η μάννα Ελλάς από εμάς Ελευθεριά προσμένει.

Ας είναι περήφανη η μάνα που έκανε τέτοια παιδιά

που είν’ έτοιμα πάντα να πέσουν με τα όπλα τους μες στη φωτιά.

Εμπρός παιδιά με μια καρδιά η σάλπιγγα σημαίνει.

Η μάννα Ελλάς από εμάς Ελευθεριά προσμένει.

Παράδειγμα του Μακρυγιάννη ας είναι για μάς φωτεινό

και άλλων Ηρώων αγώνες για το Σώμα μας το Ηρωικό.

Εμπρός παιδιά με μια καρδιά η σάλπιγγα σημαίνει

Η μάννα Ελλάς από εμάς Ελευθεριά προσμένει.

Σκηνή 4η: «Αδαμάντιος»

(Στο σπίτι η γιαγιά διαβάζει, η μάνα πλέκει και η κόρη κεντάει, η παραδουλεύτρα συγυρίζει. Μπαίνουν οι εξαδέλφες)

Γιαγιά: Βρε, καλώς τες! Χρόνια και ζαμάνια κάναμε να σας δούμε

Εξαδέλφη 1: Ε, όχι δα, καλέ γιαγιά…

Εξαδέλφη 2: Ο πατέρας μας, βλέπεις, βάλθηκε να μεγαλώσει τη σιρμαγιά του και μας πήρε στη δουλειά. Κάθε μέρα πάμε και τον βοηθούμε να βγάλει τα ζαρζαβατικά ’πό το χωράφι.

Εξαδέλφη 1: (σχεδόν ειρωνικά, σαν να τον μιμείται) Βέβαια! Είμαστε, λέει, κόρες της παντρειάς…. Και πώς θα μας κάμει το σπερβέρι; Χωρίς φράγκα;

Κόρη 2: Α, μεγάλη συντρίβιση τον ήπιασε, βλέπω!!!

Εξαδέλφη 2: Ε, τι να κάνουμε; Ο πατέρας μας είναι λεσπέρης και τα λεφτά δεν τρέχουν από τα πατζάκια του.

Κόρη 2: Α, μη νομίζεις, ξαδέρφη, κι δικός μου που είναι πιστικός τα ίδια προβλήματα έχει.

(μπαίνει ο    Μανολιός)

Γιαγιά: Βρε, καλώς το Μανολιό! Πού περικούριζες πάλι;

Μανολιός: Δεν περικούριζα, καλέ! Καθάριζα την αυλή από τις περβουλιές και μετά πήγα να φτιάξω την κουμούλα.

Εξαδέλφη 2: (περιπαιχτικά) Α, εσύ είσαι πολύ προκομμένος, Μανολιό! Χαρά της που θα σε πάρει……

Κόρη 2: (πειραγμένη) Ναι, καλά, χωραττεύγιετε εσείς! Βρήκατε που είναι κοπέλι και τον πειράζετε;

Εξαδέλφη 2: (περιπαιχτικά) Μπα; Κ ι εσένα τι σε κόφτει; Αρμαστός σου είναι;

Μανολιός: Βρε, ξαπολάτε με ήσυχο! Τώρα που θα κάτσετε να αλέσετε στο μύλο θα σας δω.

Εξαδέλφη 1: Καλά τα λες, βρε Μανολιό, ας πιάσουμε δουλειά πριν βραδιαστούμε!

(κάθονται στο μύλο να αλέσουν)

Κόρη: (προς τη μάνα της) Αλήθεια, καλέ μάνα, που είναι ο πατέρας;

Μάνα: (στενοχωρημένα) Πού να ’ναι, κόρη μου; Οι Γερμανοί θέλουν να φτιάξουν ένα χαράκωμα στο Γυαπιλί και τον πήρανε για αγγαρεία.

Κόρη: Πάλι; Να τον πλήρωναν κιόλας, καλά θα ήτανε!

Μάνα: Τι λες, κόρη μου; Οι Γερμανοί είναι σκληροί άνθρωποι ή μάλλον, απάνθρωποι….. Από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο νησί όλο αρπάζουν…… τρόφιμα, ζώα, ξύλα, ό,τι χρειάζονται το παίρνουν με τη βία.

Γιαγιά: Καλέ, εδώ δεν λυπήθηκαν τον κακομοίρη το βοσκό, τον Ηλία τον Καπίρη, και τον κρέμασαν στην πλατεία…

Κόρη: Αλήθεια, γιαγιά, τι τους έκανε;

Γιαγιά: Είχε, λέει, στην καλύβα του αγγλικά τρόφιμα και ρούχα.

Κόρη: Ε, κι είναι κακό αυτό;

Γιαγιά: Πού να ξέρω, κόρη μου; (κοιτώντας με απελπισία ψηλά) Ο Θεός να τους κρίνει!

(μπαίνει ασθμαίνοντας ο Αδαμάντιος)

Μάνα: (ανήσυχα) Τι είναι, γιε μου, τι έπαθες;

Αδαμάντιος: Με κυνηγούνε, μάνα…

Γιαγιά: Μα, γιατί; Τι έκανες;

Αδαμάντιος: Έσπασα το κεφάλι ενός Ιταλού με μια πέτρα…

Μάνα: (έντρομη) Για το όνομα του Θεού παλικάρι μου! Πώς σου ’ρθε αυτό;

Κόρη: (με αγωνία) Τι έγινε, Διαμαντή; Πες μας!

Αδαμάντιος: Την τελευταία ώρα του σχολείου παίζαμε μπάλα οι Έλληνες μαθητές εναντίον των Ιταλών μαθητών, αλλά ο Ιταλός διαιτητής ήταν συνέχεια με το μέρος τους.

Μάνα: (επιτιμητικά) Κι ήταν αυτός λόγος να πιάσεις την πέτρα, βρε Διαμαντή;

Αδαμάντιος: (ενοχλημένος) Ε, όχι, βέβαια! Όταν όμως διαμαρτυρηθήκαμε στον διαιτητή για την αδικία, οι Ιταλοί παίχτες άρχισαν να μας χτυπούν με γροθιές και κλωτσιές. Ένας μάλιστα έβαλε κάτω το συμμαθητή μου, το Χαράλαμπο το Φρατζάκη, και βάλθηκε να τον σκοτώσει στο ξύλο. Δεν άντεχα να το βλέπω, μάνα, αγανάχτησα… πήρα μια πέτρα και του την έριξα. ….Δεν τον σκότωσα…  λιποθύμησε μόνο..

Κόρη: Και τώρα σε κυνηγούν… Κρύψου! Αυτοί δεν το ‘χουν τίποτα να σε σκοτώσουν….

Αδαμάντιος: Το ξέρω…. Γι’ αυτό και το πήρα απόφαση.

Μάνα: Ποιο, παιδί μου;

Αδαμάντιος: Πριν λίγες μέρες γνώρισα στο βουνό έναν Έλληνα κατάσκοπο, τον Στέφανο Καζούλη. Του είπα ότι ξέρω ιταλικά και μου ζήτησε να συνεργαστούμε… Θα πάω, λοιπόν να τον βρω και θα μπω στον Ιερό Λόχο! Φεύγω αμέσως!

Γιαγιά: Μα, Διαμαντή μου, εσύ είσαι μικρός ακόμα κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.

Αδαμάντιος: Το ξέρω, γιαγιά.. αλλά για σκέψου: οι Έλληνες στην Κω ήμασταν συνέχεια σκλαβωμένοι σε κάποιον! 200 χρόνια στους Ενετούς, 400 στους Τούρκους και τώρα στους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Ε, λοιπόν τέρμα! Τα δικά μου τα παιδιά θα γεννηθούν ελεύθερα! …..Κι είμαι έτοιμος να δώσω και τη ζωή μου γι’ αυτό. (φεύγοντας)  Συγχώρα με, μάνα, πες το και του πατέρα! Καλή αντάμωση!

Μάνα: Με την ευχή μου παιδί μου!

Αφηγητής  11ος 

Τη γερμανική κατοχή θα διαδεχθεί η κατοχή των Άγγλων συμμάχων που θα μας «φρόντιζαν» με την υψηλή προστασία τους.

ΧΟΡΩΔΙΑ

Μια  ακτίνα  φως

απ’  τον  ορίζοντα  δειλά  γλυκοχαράζει

πόθος  μας  κρυφός,

πως  ο  αγώνας  όλα  φαίνεται  τ’  αλλάζει.

Τα  παιδιά  μας  τώρα  όλα  πολεμούνε

με  κρυφή  ελπίδα  στην  καρδιά,

πως  με  τον  αγώνα  τους  όλοι  θα  δούμε

γαλανόλευκη  ελευθεριά.

Στο  νησί  ξεσηκωθήκαν,

αντιστέκονται,  χτυπούν.

Οι  σημαίες  ξεδιπλωθήκαν,

στον  αέρα  κυματούν.

Παίρνουν  πρώτα – πρώτα  το  νοσοκομείο,

                                                                                    τα  σχολεία  τα  ιταλικά

και  στου  ποντεστά  ορμούν  το  δημαρχείο.

Όλα  γίνανε  Ελληνικά.

Αφηγητής  11ος (συνέχεια)

Τον Μάιο του 1945 καταφθάνουν οι Άγγλοι. Οι συμπατριώτες μας τους υποδέχονται ως ελευθερωτές.

Όμως γρήγορα έγινε φανερό ότι η νέα Αγγλική διοίκηση είχε πνεύμα κατοχικό Γράφονται στους τοίχους κάθε νύχτα συνθήματα για την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα, κυκλοφορούν προκηρύξεις και έντυπα, γίνονται συλλαλητήρια.

Ο Δωδεκανησιακός λαός αντιστέκεται.

ΧΟΡΩΔΙΑ

Έμποροι  Εθνών

Άγγλοι  τους  ελευθερωτές  προσποιηθήκαν.

Πρόξενοι  δεινών

καινούρια  αφεντικά  μας  παρουσιαστήκαν.

Λεν  πως  τα  νησιά  τώρα  είναι  δικά  τους,

πως  τα  ανταλλάσσουν,  τα  πουλούν

πιόνια  στην  παγκόσμιά  τους  τη  σκακιέρα

που  όπως  θέλουν  οι  Άγγλοι  τα  κινούν.

Μα  ιδρύσαμε  την  Ε.Μ.Π.Α.

νέοι  αγώνες  αρχινούν.

Φοιτητές,  λαός  μετέχουν

και  τους  Άγγλους  τους  νικούν.

Χρονικό 9ο

Τελικά η πολυπόθητη ημέρα της απελευθέρωσης έρχεται στις 10 Φεβρουαρίου του 1947, όταν αποφασίζεται στο Παρίσι η παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.

Στις 7 Μαρτίου του 1948 γίνεται στη Ρόδο η τυπική και τελετουργική ενσωμάτωση, που θα επισφραγίσει την εθνική κυριαρχία στα νησιά μας.

ΧΟΡΩΔΙΑ

Κι  ήλθε,  επιτέλους,  η  επτά  του  Μάρτη,

μέρα  δοξασμένη,  ιστορική,

που  ’κλεισε  η  μάνα  μες  στην  αγκαλιά  της

Δωδεκάνησο  μαρτυρική.

Ο  λαός  ζητωκραυγάζει,

ο  λαός  χειροκροτεί,

προσκλητήριο  για  ’κείνους

που  η  ανάμνησή  τους  ζει.

Κείμενα: Χρήστος Γαμβρέλλης

You May Also Like