Θεατρικό 7ης Μαρτίου “Ο τόπος μας είναι κλειστός”

Χορικό

 Στενός ο βρόγχος της σκλαβιάς

μας σβήνει την πνοή.

Οι απόγονοι του Νέρωνα

οι τύραννοι Ιταλοί

στάλα με στάλα μας στραγγίζουν

την άχαρη ζωή.

Πότε μας κλείνουν τα σχολειά

πότε στη φυλακή μας βάζουν.

Τα αιώνια μας προνόμια

κάθε λεπτό σφαγιάζουν.

Αδελφωμένες όλες μαζί

με ένα κρυφό παλμό

ας δώσουμε τώρα δα

τον όρκο τον ιερό.

Για της σκλαβιάς το σπαραγμό

ή θάνατος ή λυτρωμός

                                           ΧΟΡΩΔΙΑ: Ο τόπος μας είναι κλειστός                                            

Μουσική/Στίχοι: Μαρκόπουλος Γιάννης/Σεφέρης Γιώργος

 Αφηγητές:

1oς

Συγκεντρωθήκαμε σήμερα για να γιορτάσουμε την επέτειο της 7ης Μαρτίου δηλαδή την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου. Έπειτα από σκλαβιά αιώνων σε Ρωμαίους, Πέρσες, Σαρακηνούς, Ενετούς, Σταυροφόρους, Άραβες, Τούρκους.

Τον Απρίλιο του 1912 τα νησιά μας θα περάσουν στην εξουσία των Ιταλών, που ενώ ήρθαν σαν ελευθερωτές από τον τουρκικό ζυγό επέβαλαν μια νέα κατοχή.

2ος

Η ιταλική διοίκηση είναι αυστηρή και συγκεντρωτική. Οι Ιταλοί επιβάλλουν βαριά φορολογία, προσπαθούν να προσηλυτίσουν στον καθολικισμό τους συμπατριώτες μας, παραποιούν την ελληνική ιστορία και γεωγραφία, και τέλος το 1937 με διάταγμα απαγορεύουν επίσημα την ελληνική γλώσσα με σκοπό να στερήσουν από το λαό μας το δικαίωμα να μαθαίνει και να μιλά τη μητρική του γλώσσα.

3ος

Στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς οι Δωδεκανήσιοι θα διαφυλάξουν ζωντανές τις λαïκές, θρησκευτικές, γλωσσικές, πολιτιστικές παραδόσεις τους. Θα διατηρήσουν τα ήθη και τα έθιμα  στην καθημερινή τους ζωή και στην καρδιά και στη σκέψη τους θα καίει  άσβεστη η φλόγα της απελευθέρωσης από τους τυράννους.

Μάθημα… πλεκτικής

(Δωμάτιο σπιτιού, κατά προτίμηση κουζίνα)

ΜΑΝΑ: Καλώς τις κοπελούδες μου! Τελειώσατε με τις έξω δουλειές;

ΚΑΤΕ: Ναι, μάνα. Πήγα και τάισα τις πούλες και τις έκλεισα στο κοτέτσι. Ούτε ένα αυγό δεν είχε πάλι.

ΣΤΑΣΩ: Κι εγώ πήγα και μετάδεσα τις κατσίκες και τις πότισα  κιόλας.

ΛΕΝΙΩ (το μικρό της οικογένειας): και γω πήγα και ήβρα τον πατέρα και τον βοήθησα να μαζέψει χόρτα να ταΐσουμε αύριο πάλι τα ζα.

ΜΑΝΑ: Ελάτε, κόρες μου. Κάτσετε ν’ αρχίστε τα πλεκτά σας μέχρι να μαζευτούμε ούλοι να φάμε. Πρέπει να έχετε έτοιμα τα προικιά σας, όταν έρθει η ευλογημένη ώρα.

ΛΕΝΙΩ: Μάνα, θέλω κι εγώ να μάθω να πλέκω. Πότε θα με μάθεις;

ΚΑΤΕ: Ίντα ‘γινε Λενιώ. Βιάζεσαι να παντρευτείς; Δεν ήρθε ακόμα η σειρά σου.

ΛΕΝΙΩ: Δεν θέλω να μάθω να πλέκω προικιά. Φανέλες θέλω να πλέξω.

ΣΤΑΣΩ: Είπα και γω. Βρε ήβρε γαμπρό το Λενιώ και μεις μείναμε στο ράφι;

ΜΑΝΑ: Μην το πειράζετε το παιδί. Έλα, κάτσε να σου δείξω εγώ να μη χασομεράς τις μεγάλες.

(Ενώ πλέκουν όλες μπαίνουν ο πατέρας με τους δυο γιους)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Καλησπέρα οικογένεια. Όλα καλά;

ΚΟΡΕΣ: Καλησπέρα, πατέρα!

ΑΝΤΩΝΗΣ( γιος): Κόρες, στρώστε να φάμε, γιατί δε σας βλέπουμε πο την πείνα.

ΔΑΒΗΣ(γιος): και τι καλά μας μαγειρέψατε σήμερα;

ΜΑΝΑ: Κριθαρόζουμο και μανίτες τηγανητούς.

ΑΝΤΩΝΗΣ: Ταράτσα θα την κάνουμε πάλι σήμερα.

ΔΑΒΗΣ: Σε λίγο καιρό μ’ αυτά που τρώμε πρέπει να βάζουμε πέτρες στις τσέπες μας για να μη μας παίρνει ο αέρας.

ΠΑΤΕΡΑΣ : Να λέτε και «Δόξα σοι ο Θεός» που έχουμε και αυτά. Άλλοι μαζεύουν τσουκνίδες, αμαράκια, μολόχες και τρώνε.

ΣΤΑΣΩ: Καλά μας τα λέει ο πατέρας. Θυμάστε τα κάλαντα που ‘γραψε ο Γιάννης ο Φεσσάρας απο την Αντιμάχεια ;

ΑΝΤΩΝΗΣ: Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

με το δελτίο τα ψωμιά

κι αρχή καλός μας χρόνος

μας πιάνει από την πείνα πόνος.

ΔΑΒΗΣ: Αρχή που βγήκεν ο Χριστός

και ήταν και κείνος νηστικός

στη γη να περπατήσει

ποιος από μας θα κατσιρντίσει;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ελάτε, ας τ’ αφήσουμε κι ας ετοιμαστούμε για φαï. Μα… τι κάνεις εσύ Λενιώ. Νωρίς δεν ξεκίνησες εσύ  τα προικιά; Μπας κι έχεις και τον γαμπρό έτοιμο;

ΛΕΝΙΩ: Όχι, καλέ πατέρα! Μαθαίνω και πλέκω μια μπλούζα για να τη βάλω στο σχολείο.

ΜΑΝΑ: Άστε το κουβεντολόι κι ελάτε να φάμε. Το τραπέζι είναι έτοιμο.

35 χρόνων νοσταλγία

Μέσα απ’ το μνήμα της σκλαβιάς

το αραχνομαυρισμένο

που κάθε τι ελληνικό

ήταν βαθιά θαμμένο,

μέσα απ’ το μνήμα της σκλαβιάς

σαν κάποιο παραμύθι

ξεπρόβαλε η λευτεριά

που ‘χε σκεπάσει η λήθη.

Χρόνια πολλά αλογάριαστα

περνούσαν όλο ένα

τα μαύρα Δωδεκάνησα

δεμένα σκλαβωμένα

άχαρα καρτερούσανε

με τη μεγάλη ελπίδα

πως γρήγορα θα ενωθούν

μαζί με την πατρίδα.

Και τι δεν εζητήσανε,

του Νέρωνα τ’ αγγόνια,

να κάνουν που μας πίεζαν

35 χρόνια.

Τα ήθη και τα έθιμα

θέλησαν να τσακίσουν,

μα την ελληνική ψυχή

δεν μπόρεσαν ν’ αγγίσουν

 

ΧΟΡΩΔΙΑ: ΑΝΤΙΜΑΧΕΙΑ

Μάθημα…ιστορίας

(Σκηνικό τάξης)

ΔΑΣΚΑΛΑ: Μποτζόρνο!

ΜΑΘΗΤΕΣ: Καλημέρα, κυρία!

ΔΑΣΚΑΛΑ: Είπαμε, μποτζορνο. Πρέπει να μαθαίνετε ιταλικά. Ι-τα-λι-κά.

ΣΤΡΑΤΟΣ: Μα  εμείς είμαστε Έλληνες κυρία. Τι θα τα κάνουμε τα ιταλικά;

ΔΑΣΚΑΛΑ: Σιωπή! Θα γίνετε Ιταλοί!

ΣΤΡΑΤΟΣ: Αυτό θα γίνει μόνο όταν ο ήλιος έβγει το πρωί απ’ τη δύση.

ΔΑΣΚΑΛΑ: Ησυχία. Ανοίξτε το βιβλίο της ιστορίας να γνωρίσουμε την ένδοξη Ιταλία μας.

ΜΕΝΙΟΣ: Κυρία, αν λέμε την Ιταλία ένδοξη τότε την Ελλάδα πώς πρέπει να την πούμε; Τρισένδοξη;

ΔΑΣΚΑΛΑ: Σιωπή, παλιόπαιδα! Εδώ είπαμε είναι Ιταλία και σεις είστε Ιταλοί.

ΝΙΚΟΛΑΣ: Ε, όχι και Ιταλία, κυρία. Εδώ είναι η Κως, η πατρίδα του Ιπποκράτη.

ΣΤΡΑΤΟΣ: Και παραδίπλα είναι η Ρόδος, η πατρίδα του Διαγόρα και του Κλεόβουλου.

ΝΙΚΟΛΑΣ: Και τελικά εδώ είναι  η Ελλάδα μας που γέννησε τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη…

ΘΑΝΑΣΗΣ: Τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη…

ΝΙΚΟΛΑΣ: Τον Σόλωνα και τον Περικλή…

ΔΑΣΚΑΛΑ: SILENCIO!  Όλοι αυτοί που λέτε είναι τώρα νεκροί και εσείς είστε σκλαβωμένοι σε εμάς, τους Ιταλούς. Γι’ αυτό  από δω και πέρα θα μιλάτε όλοι ιταλικά και με σωστή προφορά ! Καπίσι; Πατρίδα σας είναι η Ιταλία και πρωτεύουσα σας η Ρώμη!

ΜΕΝΙΟΣ: Σιγά μην είναι και η Βοστόνη. Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα μας.(σιγοτραγουδούν) Αθήνα και πάλι Αθήνα

ΔΑΣΚΑΛΑ: SILENCIO!  Και συ. Για έλα δω. Τι είναι αυτό που φοράς;

ΛΕΝΙΩ: Η μπλούζα μου κυρία. Μόνη μου την έπλεξα. Και για να πω την αλήθεια δυσκολεύτηκα γιατί έβαλα δύο χρώματα.

ΔΑΣΚΑΛΑ: Μμμμ σιγά τα χρώματα.  Δε μου αρέσει καθόλου. Να μην την ξαναφορέσεις.

ΛΕΝΙΩ: Γιατί κυρία; Αυτά είναι τα πιο ωραία χρώματα. Θυμίζουν τον ουρανό με τα σύννεφα και  τη θάλασσα με τα κύματα.

ΣΤΡΑΤΟΣ:  θυμίζουν επίσης  τη σημαία μας , που είναι το ιερό σύμβολο  της δοξασμένης Ελλάδας μας.

ΔΑΣΚΑΛΑ: Πόρκα μιζέρια! Πού έμπλεξα με εσάς τους Έλληνες! Εσείς δεν αλλάζετε με τίποτα. Περάστε διάλειμμα!

Μάθημα…ελληνικών

(Ένας κύριος κάθεται παράμερα και διαβάζει ένα βιβλίο)

 

ΠΑΙΔΙ Α(με παιδί Β): Άντρι- βίτσι-βίτσι και παλικαρίτσι

άλογον επιάσαν κάτω εις τα πράσσα

για εγώ, για εσύ, για ο μπάρμπα-Τζίτζικας

Τζίτζικας ελάλησε μαύρη ώρα τ΄άκουσε

μαύρη και φαρμακερή τσίκι το κακό πουλί.

(Μπαίνουν στη σκηνή μια ομάδα παιδιών)

1ο παιδί: Παιδιά, ελάτε! Η μάνα μου μου ‘φτιαξε αυτή την μπάλα με τα περισσευάμενα κουρέλια της. Ήμουνα καλό παιδί αυτή τη βδομάδα και μου την έκανε δώρο.  Ελάτε όλοι μαζί να παίξουμε.

2ο παιδί: Και τι θέλετε να παίξουμε; Εγώ λέω να παίξουμε ποδόσφαιρο.

3ο παιδί (κορίτσι): Εμείς τα κορίτσια δεν ξέρουμε ποδόσφαιρο. Και να ξέραμε δηλαδή δε θα μπορούσαμε να παίξουμε γιατί δεν είναι πρέπον.

1ο παιδί: Και τι θα πει δεν είναι πρέπον;

3ο παιδί(κορίτσι): Ούτε που ξέρω αλλά έτσι λέει η μάνα μου.

2ο παιδί: Δεν πάτε λέω εγώ στο σπίτι να παίξετε με τις κούκλες και τα πανιά σας που είναι και πρέπον και να μας αφήσετε και ήσυχους;

1ο παιδί: Ήσυχα παιδιά. Δε χρειάζεται να τσακωθούμε. Θα παίξουμε κάτι άλλο όλοι μαζί είπαμε. Τι λέτε να παίξουμε εφτάπετρο;

3ο παιδί (κορίτσι): Άστο καλύτερα. Θυμάστε την προηγούμενη φορά που παίξαμε; Που νευρίασε ο Κώστας επειδή έχασε και πέταξε την πέτρα κι άνοιξε το κεφάλι του Γιάννη; Όλοι τιμωρηθήκαμε τότε και από τους γονείς μας και από το δάσκαλο.

2ο παιδί: Και μένα η μάνα μου 2 βδομάδες δε μ’ άφηνε να βγω να παίξω και μ’ έβαζε κάθε απόγευμα να τις τυλίγω μασούρια στην ανέμη για να υφαίνει εκείνη στον αργαλειό. Τύλιγε τύλιγε πιάστηκε το χέρι μου.

ΠΑΙΔΙ Β: Παιδιά, έχω μια καλύτερη ιδέα. Να παίξουμε πριζονιέρηδες. Ξέρετε, αυτό το καινούριο παιχνίδι που μάθαμε. Και με την μπάλα θα παίξουμε και δεν είναι επικίνδυνο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να χωριστούμε σε δύο ομάδες.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ναι, ναι, πριζονιέρηδες. (κάνοντας παράτα φωνάζουν ρυθμικά) πριζονιέρηδες, πριζονιέρηδες.

ΚΥΡΙΟΣ: Γεια σας , παιδιά! Επειδή είμαι εδώ αρκετή ώρα και σας ακούω, και μια χαρά τα λέτε, θέλω να σας πω  κάτι και να το έχετε πάντα στο μυαλό σας. Οι Ιταλοί θέλουν και πιστεύουν ότι τα Δωδεκάνησά μας είναι ιταλικά και θέλουν να μας κάνουν και μας Ιταλούς.  πώς θα το καταφέρουν; Αν μας κάνουν να ξεχάσουμε τη γλώσσα μας. Τη γλώσσα μας που σώθηκε από τα βάθη των αιώνων μετά από τόσους και τόσους κατακτητές. Γι’ αυτό και σεις το παιχνίδι που θέλετε να παίζετε δε θα το λέτε πριζονιέρηδες που είναι ιταλική λέξη αλλά αιχμάλωτοι. Αυτή είναι η ελληνική λέξη και αυτή να χρησιμοποιείτε. Αιχμάλωτοι.

ΠΑΙΔΙ Β: Ευχαριστούμε, κύριε. Πάμε παιδιά να παίξουμε αιχμαλώτους και να προσέχουμε τι λέμε.

4ος

Το ξημέρωμα της 3ης Οκτωβρίου του 1943 ξεκίνησε ο βομβαρδισμός της Κω και στη συνέχεια ακολούθησε η κατάληψη της από τους Γερμανούς. Αρχίζει για την Κω και τα Δωδεκάνησα η γερμανική κατοχή, που κράτησε ενάμισι χρόνο και ήταν από τις χειρότερες περιόδους στην ιστορία τους. Οι Γερμανοί σα θηρία άρπαζαν τις σοδειές των αγροτών, επέβαλαν την καταναγκαστική εργασία στους κατοίκους, προχώρησαν σε απαγχονισμούς και εκτελέσεις θέλοντας να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό.

ΧΟΡΩΔΙΑ: ΠΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΑ ΚΑΜΠΟΥΣ

Γειτονιό

(Στο εσωτερικό του σπιτιού κάθονται 3 γειτόνισσες και πλέκουν. Χτυπά η πόρτα και μπαίνει μια τέταρτη)

Μάνα: Καλώς την Μαρίκα. Κάτσε να μας κάνεις παρέα.

Μαρίκα: Καλησπέρα , γειτόνισσα. Ντρέπομαι κιόλας αλλά μήπως σου βρίσκεται λίγο αλεύρι; Δεν έχω ούτε για τσατσόπιτες και τα παιδιά θα ‘ρθουν από το χωράφι και πεινούν. Δε μας έμεινε τίποτα από την τελευταία έφοδο.

Γειτόνισσα 2η: Ας όψονται οι Γερμαναράδες. Και μας δε μας έμεινε τίποτα, γιατί δεν πρόλαβαν να μας ειδοποιήσουν.

Γειτόνισσα 3η: Εμάς μέχρι να φέρουν βόλτα το χωριό μας ειδοποίησε ο Νικόλας της Διασουνούς. Μαζέψαμε στα πιθάρια όσα μπορέσαμε και τα θάψαμε σ΄ένα  λάκκο που σκάψαμε μια νύχτα στη μεσοσπιτιά. Τα σκεπάσαμε με κουρελούδες και βάλαμε το σινί από πάνω. Γλιτώσαμε αρκετά αλλά ό,τι βρήκαν τα πήραν.

Γειτόνισσα 4η: Εμένα , προχτές, καθώς ερχόμουνα από το χωράφι με το γάιδαρο με σταμάτησαν στη μέση του δρόμου. Είχα δυο κοφίνια με την κουμπάνια μας, φασόλια και ρεβίθια που κοπάνιζα και ξεχέριζα όλη μέρα. Μου τα πήραν όλα οι αθεόφοβοι. Βρε τι τους κλάφτηκα, τι τους είπα για τα παιδιά μου που πεινούν…Τίποτα! Σκληροί άνθρωποι.

Μάνα: Έλα, Μαρίκα μου, να σου δώσω λίγο αλεύρι. Και πού ν’ ακούσετε την ιστορία του. Πήγα στα κρυφά στο ξωκλήσι του Αï-Γιάννη μέσα στο ιερό και άλεσα το κριθάρι με τον χερόμυλο. Πήρα και τα κορίτσια  για να παραφυλάνε, γιατί έκανε θόρυβο. Τους είπα μόλις δουν στρατιώτη να τραγουδήσουν δυνατά για να σταματήσω το άλεσμα.

Μαρίκα: Καλά, δεν φοβήθηκες να μπεις μέσα στο ιερό;

Μάνα: Κι αν φοβήθηκα, η πείνα όλων μας ήταν πιο μεγάλη.

Γειτόνισσα 4η: Άφησες τα κορίτσια έξω μόνα τους στην ερημιά; Εκείνα δε φοβήθηκαν;

Μάνα: Εκείνα η αλήθεια είναι ότι κατατρόμαξαν, γιατί δεν πήραν είδηση  ένα στρατιώτη ο οποίος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά τους. Δεν έβγαλαν άχνα κι εγώ από μέσα άλεθα.

Γειτόνισσα 3η: Κι εκείνος τι έκανε; Μπήκε μέσα; Σε βρήκε; Σας χτύπησε; Τι έγινε;

Μάνα: Τίποτα! Δεν έκανε τίποτα. Κοντοστάθηκε λίγο έξω από το ξωκλήσι, έριξε μια ματιά στα κορίτσια, τα χαιρέτησε κι έφυγε. Άνθρωπος της ψυχής του.

Ντελάλης: Χωριανοί, χωριανοί… Ακούσατε, ακούσατε! Μουχτάρης είπε βάψετε σπίτια ούλα απόξω μαύρο άσπρο μη βλέπει αεροπλάνος. Άμα έρθει μπομπαρδίσενε, μπείτε ούλοι κάτω παπλώματα, σκεπάστε μούρη σας, κλείστε μάτια σας και μη μιλάτε.. Χωριανοί… χωριανοί… Ακούσατε, ακούσατε!

Μαρίκα: Ώχου, δυστυχία μας. Πάμε γρήγορα να μαζευτούμε ούλοι στα σπίτια μας κι ας βάλει ο Θεός το χέρι του να μην ξαναζήσουμε μπομπαρδισμό.

 5ος

Παρ’ όλες τις δυσκολίες της γερμανικής κατοχής το φρόνημα και το ηθικό των πατριωτών δε λύγισε αλλά δυνάμωσε και δεν άργησε να εκδηλωθεί η αντίσταση. Τότε αρχίζει η ομαδική φυγή πολλών γενναίων αντρών τις νύχτες με βάρκες για την Αλικαρνασσό. Εκεί υπήρχε γραφείο κατασκοπείας των συμμάχων που τους έστελνε στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα εμφανίζεται πυρήνας κατασκοπείας στα νησιά με σκοπό την εμψύχωση του λαού με τη μετάδοση των συμμαχικών ανακοινώσεων και τη φυγάδευση Ελλήνων και Ιταλών στις μικρασιατικές ακτές.

Κουβέντες …καφενείου;

(σκηνή καφενείου, κάθονται 2 πελάτες, ο καφετζής τακτοποιεί,  μπαίνει σκασμένος ο Κωσταντής)

Κωσταντής: Φτιάξε, βρε Γιώργη, ένα καφέ να πάνε τα φαρμάκια κάτω.

Πελάτης 1: Τι έγινε Κωσταντή; Ποιες είναι οι έννοιες σου;

Κωσταντής: Ποιες είναι οι έννοιες μου; Και ποιες δεν είναι να λες! Από τότε που ήρθαν οι Γερμανοί μας έχουν γονατίσει. Δεν μας άφησαν τρόφιμα για τρόφιμα, μας πήραν σε καταναγκαστική εργασία από ήλιο ως ήλιο και τώρα πληρώνω και το ζωικό φόρο.

Πελάτης 1: Ζωικός φόρος; Καινούριο είναι αυτό;

Κωσταντής: Έρχονται κάθε βδομάδα Γερμανοί στρατιώτες και παίρνουν από τη μάντρα μας με το έτσι θέλω πρόβατα και κατσίκια για να ταΐζουν το στρατό τους. Πάρε πάρε μου τέλεψαν το κοπάδι. Απόμειναν κάτι γέρικα τραγιά και γριές προβατίνες που δεν προσφέρουν τίποτα πια.

Πελάτης 2: Δίκιο έχεις και αγανακτείς. Ο κόμπος έφτασε πια στο χτένι. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν πάει άλλο! Εγώ σκέφτομαι σοβαρά να    φύγω για Μέση Ανατολή και από κει να πάω να καταταγώ στον Ιερό Λόχο.

Καφετζής: Να χαρείτε τις φαμίλιες σας, μη μιλάτε γι’ αυτά εδώ μέσα. Οι Γερμανοί είναι παντού. Και το καφενείο θα μου κλείσουν και μένα ένας Θεός ξέρει που θα με στείλουν…

Πελάτης 1: Και συ έχεις δίκιο Γιώργη αλλά και μεις νομίζω είναι καιρός να το σκεφτούμε σοβαρά. Κι αν δεν μπορούμε να φύγουμε μπορούμε να βοηθήσουμε να οργανωθεί το δίκτυο πληροφοριών που ζητούν οι Σύμμαχοι.

Καφετζής: Σας παρακαλώ! Σταματήστε αυτή την κουβέντα! Σκεφτείτε τα παιδιά μου

Πελάτης 2: Εσύ να σταματήσεις να φοβάσαι. Όλοι πρέπει να σταματήσουμε να φοβόμαστε και να δράσουμε μυστικά και αποφασιστικά. Τι ωφελεί να ζούμε καθημερινά με το φόβο, την πείνα, την εξαθλίωση; Καιρός να σηκώσουμε κεφάλι απέναντι στο « θηρίο». Εμπρός αδέλφια! Ας ξυπνήσουμε από το βαρύ τον ύπνο!

Ντελάλης: Χωριανοί…χωριανοί… Ακούσατε, ακούσατε! Η αγελάδα του Φεφέ ήκοψε και την έχω φυλακήήήήήή…Η ψαρή φοράδα του Κωσταντή της Σταματίνας έκαμε ζημιές και την έχω κι αυτή φυλακήηηηη…

Κωσταντής: Άλλα βάσανα. Χάνω που χάνω τα αιγοπρόβατα με το χαράτσι τώρ θα χάσω  και τη φοράδα μου. Ας πάω να δω τι θα κάνω και  τι θ’ απογίνω.

ΧΟΡΩΔΙΑ: ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ

6ος

Τη γερμανική κατοχή θα διαδεχτεί η κατοχή των Άγγλων συμμάχων που θα μας φρόντιζαν με την υψηλή προστασία τους. Οι πατριώτες μας τους υποδέχονται ως ελευθερωτές. Χαίρονται, ενθουσιάζονται. Σύντομα όμως έγινε φανερό ότι η νέα αγγλική διοίκηση είχε πνεύμα κατοχικό και αποικιοκρατικό. Φαινόμενα αυστηρής επιτήρησης και αστυνομοκρατίας παρουσιάστηκαν. Ο δωδεκανησιακός λαός αντιστέκεται ξανά.

7ος

Τελικά η πολυπόθητη μέρα της απελευθέρωσης έρχεται στις 10 Φεβρουαρίου του 1947 όταν αποφασίζεται στο Παρίσι η παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.

Στις 31 Μαρτίου του 1947 η Ρόδος παραδίδεται στον ναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη και η Κως στον συνταγματάρχη του Ιερού Λόχου Κώστα Κρεκούκια.

Στις 7 Μαρτίου του 1948 γίνεται στη Ρόδο το τελετουργικό της ενσωμάτωσης κατά την οποία η Δωδεκάνησος τυπικά και ουσιαστικά ενώθηκε με στον κορμό της μητέρας Ελλάδας.

Ξυπνήστε, Δωδεκάνησα

Ξυπνήστε, Δωδεκάνησα κι εσήμανε η ώρα!

Ξυπνήστε Δωδεκάνησα και φτάνει η λευτεριά.

Χρόνια την καρτερούσαμε, χρόνια πολλά και τώρα

γοργότερα σας έρχεται μ’ ορθάνοιχτη αγκαλιά.

Κάτω ο δυνάστης! Αντηχούν ολούθε οι καμπάνες.

Κάτω ο δυνάστης! Οι φωνές ανάβουν στα βουνά.

Άντρες, γυναίκες, γέροι, νιοι, παιδιά και μάνες

όλοι μαζί στις εκκλησιές θα ψάλλουν Ωσαννά!

Έφτασε η ώρα η ποθητή! Του λυτρωμού το φως

απ’ τις ψηλές σας τις κορφές στον κόσμο αλαργινά

και μήνυμα και υπόσχεση φτάνει ιερό

μήνυμα στη σκλαβιά, που τόσους λαούς ξυπνά.

Ενωμένοι μες της θάλασσας τη γαλανή αύρα

μ’ ασκλάβωτα μ’ αμόλυντα το νου και τη λαλιά

στο χάιδεμα του φεγγαριού, στη θέα του ήλιου λαύρα,

με πάντα αδάμαστη ψυχή κι ολόθερμη καρδιά.

Ξυπνήστε, Δωδεκάνησα και φτάνει η λευτεριά

ΣΤΗ ΓΑΛΑΖΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΣ

Στη γαλάζια θάλασσά μας
του Αιγαίου μακριά
ζούσαν χρόνια σκλαβωμένα
δώδεκα μικρά νησιά.

Τρέφουν όλα μια λαχτάρα
κι ένα πόθο στην καρδιά
πότε θα ΄ρθει άγια μέρα
να γενούν ελληνικά.

Τώρα η μάνα μας Ελλάδα
τα ‘ χει μες στην αγκαλιά
κι η γαλάζια μας σημαία
κυματίζει στα νησιά.

Ρόδος – Κάρπαθος και Σύμη
Πάτμος, Λέρος και η Κως

όλ’ αυτά τα διαμαντάκια
λάμπουν τώρα μες στο φως.

ΧΟΡΩΔΙΑ: ΠΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΣΕΚΤΑ

Ανάσταση

Ντελάλης(περνάει τρέχοντας): Ανάσταση…ανάσταση…ανάσταση.

Μαμά: Έλα ,Παναγιά μου. Τι έπαθε ο Νίκαρος και φωνάζει ανάσταση Μάρτη μήνα. Το Πάσχα θέλει ένα μήνα ακόμα να ‘ρτει και κείνος λέει ανάσταση;

Πατέρας: Κανένα καψόνι θα του κάμανε πάλι στο καφενείο και βγήκε ο έρμος να ξεδώσει.

Παιδί(μπαίνει τρέχοντας): μπαμπά, μαμά . ανάσταση ,ανάσταση.

Μαμά: Καλέ τρελάθηκε και το παιδί μου. Τι είναι αυτά που λες; Άκουσες τον Νίκαρο και κόλλησες;

Παιδί: Ξέρω εγώ τι σου λέω. Στο καφενείο του Γιώργη είναι μαζεμένος ο κόσμος και γλεντούνε.

Μάνα: Μίλα μας καθαρά και πες μας γιατί. Δεν άκουσες; Γιατί από όσο ξέρω ακόμα ανάσταση δεν είναι.

Παιδί: ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΑΜΕ. Όλοι φωνάζουν και τραγουδούν για τη λευτεριά μας.

ΟΛΟΙ: Ζήτω! Ελευθερωθήκαμε. Ζήτω!

Πατέρας: Άιντε βρε γυναίκα. Φέρε τη σημαία από το βάθος της κασέλας να την υψώσουμε στην πόρτα μας. Τόσες γενιές περιμένανε αυτή την άγια στιγμή. Ευλογημένοι εμείς που ζούμε το όνειρο του λυτρωμού.

ΧΟΡΙΚΟ

Χαρείτε αδελφές μου όλες μαζί

αυγή για μας χαράζει

λεύτερο φως μας έλουσε

η Ελλάς μας αγκαλιάζει.

Ελευθερία

Τ’ ακούς μητέρα Ελλάδα μας;

Έλα και πάλι ορθώσου

και βάλε στην αγκάλη σου

τη Δωδεκάνησό σου.

Κι αν σκλάβα αιώνες έζησε

κι αν λευτεριά εστερήθη

το πνεύμα είχε αδούλωτο

κι εσένα μες στα στήθη.

Για σένα εμαρτύρησε

για σένα εσταυρώθη

για σένα επολέμησε

 με σένα ελυτρώθη.

Ελλάδα

Διαμάντια του Αιγαίου μας

παιδιά μου αγαπημένα

σας ξαναβλέπω ελεύθερα

μαζί μου ενωμένα.

Σήμερα ας γιορτάσουμε

της λευτεριάς την ώρα

παιάνες νίκης ν’ αντηχούν

σ’ ολόκληρη τη χώρα.

 

ΧΟΡΩΔΙΑ: ΑΙΩΝΕΣ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ

Επίλογος-γιαγιάς

Εγγόνι: Γιαγιά, γιατί είναι βουρκωμένα τα ματάκια σου; Δεν χαίρεσαι που γιορτάζουμε την ενσωμάτωση; Δεν σου άρεσε η γιορτή στο σχολείο μας; Τι έχεις γιαγιούλα;

Γιαγιά: Χαίρομαι παιδί μου. Όλα είναι πολύ ωραία. Απλά συλλογίζομαι τα χρόνια. Εμένα που με βλέπεις γεννήθηκα Οθωμανή υπήκοος, έπειτα με κάνανε Ιταλίδα, έπειτα Αγγλίδα. Έπειτα έφυγα στην ξενιτιά, αφού δεν μπορούσαμε να ζήσουμε στον τόπο μας από τα κακά που μας βρήκανε κι έτσι έγινα και Αμερικανίδα. Τώρα στα γεράματά μου απόκαμα και γύρισα στην πραγματική μου πατρίδα για να πεθάνω και να θαφτώ ως Ελληνίδα…

Εγγόνι: Έλα, γιαγιά, πάμε να ξεκουραστούμε!

Γιαγιά: Πάμε,. Παιδί μου!  Και να δώσει ο Θεός να μην γνωρίσουν ποτέ ξανά τα παιδιά μας πολέμους

ΧΟΡΩΔΙΑ: ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ

ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

 

 

Επιμέλεια κειμένων:  Σταυρούλα Παπαηλία

You May Also Like